Πα. Μαρ 29th, 2024

Α. Γ. Καλλής: «Λες και ήταν χθες»

Κοινοποίηση ειδήσεων

Καθώς νύχτωνε … και το φως της μέρας λιγόστευε, γυναικείες φωνές από τις ανοιχτές μπαλκονόπορτες καλούσαν τα παιδιά για το βραδινό φαγητό, λες και είχαν συντονιστεί όλες από μια αόρατη δύναμη, που κρατούσε ασφυχτικά τον χρόνο ηγεμονεύοντάς τον, λεπτό προς λεπτό, όπως αντίστοιχα και τα παρακαλετά των πιτσιρικάδων … την ικεσία του «άμαχου πληθυσμού», που εκλιπαρούσε μάταια για μια μικρή παράταση.

«Λίγο ακόμη … άσε με λίγο ακόμη … σε παρακαλώ … τα παιδιά είναι ακόμη εδώ … Έλα γρήγορα για να μην έρθω εγώ εκεί … ο πατέρας σου ήρθε κι έχουν καθίσει όλοι στο τραπέζι και περιμένουν … γρήγορα είπα … τώρα. Καλά ντε έρχομαι πως κάνεις έτσι … παιδιά φεύγω, τα λέμε αύριο, την ίδια ώρα … εντάξει; Άντε καληνύχτα.» Άλλοι ανηφόριζαντρέχοντας, κι άλλοι κατηφόριζαν κάνοντας μεγάλες δρασκελιές, σχεδόν πετώντας, για να «αποτραπεί ο κίνδυνος», για να μην υλοποιηθεί η απειλή της μάνας … πως θα ‘ρχόταν εκεί … και τότε … ποιος ξέρει; Ποιος αντέχει τις φωνές και τη λαστιχένια σαγιονάρα με τη μεγάλη ψεύτικη μαργαρίτα ακριβώς στη μέση, να υπενθυμίζει ανά πάσα στιγμή ότι όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος.

Κι έτσι, στην πλατεία απλωνόταν ξαφνικά ένα πέπλο σιωπής κι οι μυρωδιές του καλοκαιριού, ανακατεύονταν με εκείνες που δραπέτευαν απ’ τ’ ανοικτά παράθυρα, τηγανιτές πατάτες, σαλάτα ντομάτα απ’ το μποστάνι του παππού, πιπεριές, λάδι, φέτα, ρίγανη, αλάτι, ψωμί ζυμωτό … και στο τέλος καρπούζι κατακόκκινο με «καρδιά» λατίνου εραστή, και μ’ ένα ιδιαίτερο άρωμα που εισχωρούσε ύπουλα στα ρουθούνια κάνοντάς σε να θες να το διεκδικήσεις όλο εσύ, απλωμένο καθώς ήταν πάνω στην άσπρη πιατέλα, μαζί με τους εξ ίσου ικανούς «μαχητές» που εν ριπή οφθαλμού καμάκωναν το ένα κομμάτι μετά το άλλο, όπως οι ψαράδες τα χταπόδια.

Πάνω στο μπαγιού της γιαγιάς με το μεγάλο σκαλιστό καθρέπτη (απόκτημα από την προίκα της), το μικρό ραδιοφωνάκι (ένα National προφυλαγμένο στη δερμάτινη θήκη του), αναλάμβανε την νυχτερινή διασκέδαση της οικογένειας, καθώς τα τραγούδια της εποχής (και όχι μόνο) πλημμύριζαν την πλύθρινη κάμαρα … «στου μπελαμή το ουζερί» … «άναψε καινούργιο μου φεγγάρι» … «άσπρα καράβια τα όνειρά μου» … «ρίξε μια ζαριά καλή» … όλα κεντημένα σαν ηχητικές πούλιες πάνω σ’ ένα μεταξωτό άσπρο φόρεμα, κάτω από ένα θολό κιτρινωπό φως, που τόνιζε την απλότητα, τη γαλήνη και τη θαλπωρή μέσα στην απεραντοσύνη μιας αυτοκρατορίας συναισθημάτων, ονείρων κι ανεμελιάς τρισεύγενης, σαν από σελίδες ενός παραμυθιού χωρίς τέλος … χωρίς αρχή. Κι όταν τελείωνε ο «μαγικός δείπνος», κι έβγαινες στην άκρη, στο ξύλινο μπαλκονάκι με τις τρεις πήλινες γλάστρες, με τα κατακόκκινα μυρωδάτα γαρύφαλλα, σήκωνες το κεφάλι προς τα πάνω και χανόσουν σε χιλιάδες, αμέτρητα, μικρά αστεράκια που σε σκέπαζαν απαλά, όπως το σεντόνι το πρωί λίγο πριν ξημερώσει, όταν άρχιζε η ψύχρα να σπιρουνιάζει το παραδομένο απ’ την νυχτερινή ζέστη, σώμα…

Και καθώς η νύχτα προχώραγε, στο μυαλό στριφογύριζαν όλα ανάκατα… παιδικοί, αγνοί έρωτες… ένα παιχνίδι που είδες στην μαυρόασπρη διαφήμιση του Μινιόν, λίγο πριν αρχίσει στην τηλεόραση του καφενείου της πλατείας «το μικρό σπίτι στο λιβάδι», ένα «ταξίδι» στην Άγρια Δύση με το μικρό Σερίφη ή ένα εφιαλτικό κυνηγητό από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς καταχτητές, παρέα με τον Γιώργο Θαλάσση (τον μικρό Ήρωα), την Κατερίνα και τον Σπίθα, τους χάρτινους ήρωες, που καλά κρυμμένοι κάτω απ’ το μαξιλάρι, έπαιρναν ζωή απ’ το λιγοστό φως ενός τσίγκινου φακού, «κλεμμένου» προσωρινά απ’ το συρτάρι του παππού, όταν όλοι είχαν κοιμηθεί … Ο Μπλεκ, ο Λοχαγός Μαρκ, ο Ομπράξ, ο Τιραμόλα, ο Σεραφίνο με τον Καπελαδούρα, ο Μίκυ και ο Ντόναλντ, ο Ποπάυ και η Όλιβ, ο Ταρζάν, ο Ζαγκόρ, ο Λούκυ Λουκ και τα εικονογραφημένα κλασσικά, στραπατσαρισμένα και πολυδιαβασμένα, ως αποτέλεσμα της συνεχούς ανταλλαγής, μιας και τα οικονομικά δεν επέτρεπαν τις νέες αγορές.

Κι έτσι έφευγε η μέρα μέχρι να ξημερώσει και το σκοτάδι ν’ αρχίσει να υποχωρεί παραδομένο στο φως και τις πρώτες αχτίνες του ήλιου, με την συνοδεία μιας άτυπης ορχήστρας από κοκόρια που μετέδιδε από γειτονιά σε γειτονιά (όπως το Άγιο Φως της Αναστάσεως), το χαρμόσυνο γεγονός μιας καινούργιας μέρας, που άρχιζε ξανά απ’ το μηδέν, με προσδοκίες κι ελπίδες. Κι ανέβαιναν άγαρμπα τα βαριά μεταλλικά ρολά των καταστημάτων, κουλουριάζονταν στην ξύλινη κρύπτη πάνω απ’ την είσοδο, μ’ έναν εκκωφαντικό θόρυβο, σηματοδοτώντας την έναρξη του αγώνα για τον επιούσιο, όπως και οι σιδερένιες μπάρες με τις βαριές κλειδαριές στην άκρη που ξεκλειδώνονταν από τους αγουροξυπνημένους εμπόρους, απελευθερώνοντας τις ξύλινες προπολεμικές πόρτες για να ανοίξουν διάπλατα, υποδεχόμενες τους πρώτους πελάτες, που αντί για καλημέρα γκρίνιαζαν για τους αργούς (δήθεν) ρυθμούς του ιδιοκτήτη, που τους καθυστερούσε αναίτια μέχρι να βγάλει την πραμάτεια του στο πεζοδρόμιο.

Κι έτσι η μέρα άρχιζε ξανά στην μικρή μας πόλη, με την προσδοκία εκείνων των ήρεμων και ζεστών μεσημεριών που ακινητοποιούνταν όλα συνοδευόμενα από τη συναυλία των τζιτζικιών, με τις ατέλειωτες βόλτες τα απογεύματα με τα προπολεμικά ποδήλατα, με τ’ αυτοσχέδια καρότσια απ’ τα ξύλινα κασονάκια από ρέγκα, που έπρεπε να είχες μέσο για να τα εξασφαλίσεις από τα μπακάλικα της γειτονιάς, με το τσίγκινο καταβρεχτήρι που ήταν στην πρώτη γραμμή για να τιθασεύει την σκόνη των χωμάτινων δρόμων, με μια φέτα ψωμί βρεγμένη και πασπαλισμένη με ζάχαρη, με τον καρεκλά, τον γανωτή, τον ψαρά και τους πλανόδιους πραματευτάδες ως μέρη μιας πολύχρωμης βεντάλιας που ανοιγόταν μέσα από χρόνια αναζήτησης του επιούσιου και της ικανοποίησης μιας ακόρεστης δίψας ενός ορατού, επίφοβου και επιζήμιου «θέλω», με το Λούνα Παρκ και το Τσίρκο που στηνόταν στην άκρη της πόλης, ξετυλίγοντας έναν μαγικό κόσμο, που συμπεριελάμβανε άγρια ζώα, λιοντάρια, φίδια, άλογα, κλόουν, θηριοδαμαστές, τον γύρο του θανάτου, τις κούνιες που έμοιαζαν με βάρκες και πλοία πειρατικά, το μαλλί της γριάς, τα ψημένα αραποσίτια κι ένα σωρό παιχνίδια κρεμασμένα ανάμεσα στους στόχους που περίμεναν τον νικητή επί ματαίω, με τους γυάλινους βόλους, την μπάλα, το κουτσονήλιο, το κρυφτό, τα μήλα, το κυνηγητό, με τις χάρτινες κάρτες που επάνω τους ήταν αποτυπωμένοι οι σταρ της εποχής, ποδοσφαιριστές, ηθοποιοί, τραγουδιστές, με μια επίσκεψη στον παραμυθένιο κόσμο του περιπτέρου της γειτονιάς για να διαλέξεις μια τύχη, ή ν’ αγοράσεις τσίχλες που μοιάζαν με τσιγαράκια, ή πάλι καραμέλες μανταρίνι, ή μπισκότα Μιράντα, ή μια σοκολάτα αμυγδάλου ΙΟΝ, ή στη καλύτερη ένα παγωτό πύραυλο της ΕΒΓΑ.

Κι έτσι η μέρα άρχιζε ξανά στην μικρή μας πόλη σαν ένα έργο του Καμπανέλλη, του Φελίνι, του Τσιφόρου, του Ίψεν με μουσική υπόκρουση από μελωδίες του Χατζηδάκη του Πλέσσα, του Θεοδωράκη, του Μαμαγκάκη που χάνονταν στον κεντρικό δρόμο, Σάββατο βράδυ, όπου όλοι καλοντυμένοι περπατούσαν με χάρη αναζητώντας πότε το όνειρο, πότε τη χαρά της ζωής, πότε τον έρωτα, και πότε το αιώνιο και άφθαρτο μέσα από συζητήσεις γύρω από ένα στρόγγυλο τσίγκινο τραπεζάκι με ψάθινες καρέκλες και την ευχάριστη συνοδεία ενός παγωτού, ενός «υποβρύχιου», ενός γλυκού του κουταλιού, μιας λεμονάδας, ή μιας μπύρας παγωμένης FIX απ΄ τα μεγάλα ξύλινα ψυγεία πάγου, ενώ την ίδια στιγμή, τα μικρά παιδιά έτρεχαν γύρω τους αποδομώντας κάθε τι που περιόριζε την ελευθερία και την ανεμελιά τους.

Κι έτσι τα χρόνια έφευγαν όπως τα καρέ που εναλλάσσονταν με ταχύτητα στις ταινίες που παίζονταν στον «Ορφέα», τον θερινό κινηματογράφο της πόλης με τα γιασεμιά, και καθώς τα φώτα άρχισαν να χαμηλώνουν, στην οθόνη απρόσμενα έπεφταν οι τίτλοι του τέλους … του τέλους μιας εποχής χωρίς επιστροφή. Τα καταστήματα έκλειναν, οι άνθρωποι λιγόστευαν, οι αναμνήσεις θέριευαν σ’ ένα καθεστώς σιωπής και εγκατάλειψης.

Τα καλοκαίρια χάθηκαν σαν σκιές, σαν κιτρινισμένα φύλλα ξεχασμένα σε κάποιο συρτάρι της ντουλάπας. Η Βροντόλιμνα, η Πισίνα, το «νυφοπάζαρο», η Πεταλούδα, η Μπλε Αλεπού, το χρυσό αλέτρι, η Περγουλιά, το καφενείο του Πέππα, του Κωστούρου, του Λάμπρου, του Περγάμαλη, του Παπαντωνίου, του Τσέλιου, του Κοτσιώνη, του Σιταράκη, του Κόσκολη, του Σβήστα, το εστιατόριο του Καλλή, η ταβέρνα για τη φτώχια του Χριστούλια, του Γιωργούλα, του Δημαράκη, του Φωλιά, του Πατώκου, το υπόγειο του Γαλάνη, το ουζερί του Τσιμπιρίμη, το υπαίθριο σουβλατζίδικο του μπάρμπα Λιά, η καφετέρια του Πατέρα, το «Άριστον», του Πωλ, ο «Διόνυσος», τα ζαχαροπλαστεία του Μπακοπάνου και του Βασιλείου, οι πρώτες ντισκοτέκ του Παύλου, του Ευθυμίου, του Δαρσινού, του Τέλη του Παπαδόπουλου, δεν είναι πια εδώ στο φωτεινό μονοπάτι του ονείρου, όπως και οι παράνομοι ραδιοφωνικοί σταθμοί του Παναγιώτη Αναγνώστου (Τζάξον), του Κώστα του Μητραβέλα (Play boy) που έπαψαν πια να εκπέμπουν στον αστερισμό της αρμονίας, της ουτοπίας, της ιστορίας.

Όλα χάθηκανσαν ένα φύλλο από ένα δέντρο που αιωρήθηκε στο κενό μέχρι ν’ ανταμώσει το χώμα και να γίνει ένα μ’ αυτό, σαν αιτία κι αποτέλεσμα, σαν ένα γιατί που αναζητά ένα διότι για να δώσει μια απάντηση στα ατέλειωτα ξενύχτια μιας νιότης που φεύγει. Τώρα καθώς σουρουπώνει … μέσα από τις ανοικτές μπαλκονόπορτες μετράω τις απούσες φωνές που καλούσαν τα παιδιά για το βραδινό δείπνο, σε μια γειτονιά που χάνεται ανάμεσα στους τσιμεντένιους τοίχους … τα τσιμεντένια όνειρα … με άκληρους στίχους από τραγούδια μιας άλλης εποχής που εγκλωβίσθηκαν στο παλιό μικρό ραδιοφωνάκι, πάνω στο μπαγιού της γιαγιάς με τον μεγάλο καθρέπτη, τις μαυρόασπρες φωτογραφίες και τις σκόρπιες σκέψεις … και σιγοτραγουδάω όπως τότε στο ξύλινο μπαλκονάκι … ελπίζοντας πως ίσως κάποια μέρα … «θα ξανάρθεις, όσα χρόνια κι αν περάσουν θα ξανάρθεις …».   

Αριστοτέλης Γ. Καλλής Επ. Πρ. Εμπορικού Συλλόγου Νεμέας Πτ. Πολιτ. Τμήματος Νομικής Σχολής Αθηνών Nemeahistory.bloqspot.com




Υ.Γ.Αφιερώνεται στην οδό Δερβενακίων και σε εκείνους απ’ την παλιά φρουρά των εμπόρων που ακόμη αντιστέκονται διατηρώντας ότι έχει απομείνει από τον μύθο και την αίγλη της παλιάς αγοράς, την Μάγδα και τον Μίμη, τον Βαγγέλη και τη Μάρω, τον Γιώργο και τη Μαρία (κυρά – Αθηνά), και τους νεότερους που ήρθαν να προστεθούν κόντρα στην όποια λογική των καιρών, τον Γιώργο και τον Μήτσο, τον Βαγγέλη, τον Βασίλη, τον Μένιο, τον Δημήτρη, την Κωνσταντίνα και τον Δημήτρη.