Σαν σήμερα το 1922 πεθαίνει ο πεζογράφος Ανδρέας Καρκαβίτσας
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας γεννήθηκε το 1865 στα Λεχαινά Hλείας.
Η ζωή και το έργο του
Ήταν το μεγαλύτερο από τα έντεκα παιδιά του Δημητρίου Καρκαβίτσα και της Άννας Σκαλτσά. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στη γενέτειρά του και δεκατριών χρόνων πήγε στην Πάτρα για γυμνασιακές σπουδές.
Το 1883 γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε τον Δεκέμβριο του 1888. Στην Αθήνα σχετίστηκε με τον Κωστή Παλαμά, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο.
Η προκήρυξη του διαγωνισμού διηγήματος της Εστίας τον ώθησε στο χώρο της ηθογραφίας και ταξίδεψε σε χωριά της Ρούμελης για να συλλέξει λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία, τα οποία χρησιμοποίησε στα πρώτα έργα του. Το 1889 στρατεύτηκε και κατά τη διάρκεια της θητείας του στο Μεσολόγγι γνώρισε τις άθλιες συνθήκες ζωής της ελληνικής υπαίθρου. Τις εντυπώσεις του κατέγραψε σε μια σειρά οδοιπορικών σημειώσεων, που αξιοποίησε σε ένα από τα σημαντικότερα έργα του ,τη νουβέλα Ο ζητιάνος (1897).
Σας παραθέτουμε μέρος της νουβέλας:
Α´. Τὸ συναπάντημα
[…]Ὁ μπέης, ὁ κύριος του χωριοῦ, εἶχε καταντήσει λυδία λίθος, ὅπου ἐδοκίμασαν οἱ χωριάτες τὴν πολιτικὴ δύναμη ὅλων τῶν κομματαρχῶν. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἄρχισαν, ἐπιτήδεια συνδαυλισμένοι ἀπὸ ἄεργους τῆς Λάρισας δικηγόρους, τὴ διαφορά τους μὲ τὸν μπέη, ἐκεῖνος ὁπλίσθηκε μὲ τὰ χρήματα καὶ τὴν παντοδύναμη ὑποστήριξη τοῦ προξένου του, καὶ αὐτοὶ μὲ τὴ βαρύτητα τῶν πολιτικῶν τῆς ἐπαρχίας. Ὁ μπέης, ἐμπιστευμένος στὰ ὅπλα του, μ᾿ ἐκεῖνα ὑπερασπιζόταν ἀκόμη κι ἐπίστευε νὰ νικήσῃ τέλος. Οἱ Καραγκούνηδες ὅμως ἄλλαξαν ἕνα με τὸν ἄλλον ὅλους τοὺς πολιτευομένους, δίνοντας ὑπόσχεση ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θὰ ἐλευθερώσῃ τὸ χωριὸ θ᾿ ἀνακηρυχθῇ σωτῆρας καὶ θὰ τὸν ψηφίζουν ὅλοι μονόβολο. Ἀλλὰ δὲν εὑρῆκαν τίποτε περισσότερο σ᾿ αὐτούς, παρὰ λόγια καὶ ὑποσχέσεις. Ἀπελπισμένοι τότε καὶ ἀπαιδαγώγητοι στὶς πολιτικὲς ἐλευθερίες, ἔκαμαν ὅ,τι καὶ οἱ ὁμόφυλοί τους τῶν παλαιῶν ἐπαρχιῶν. Ἄφησαν τὶς κοινοτικὲς ὑποθέσεις στοῦ πεπρωμένου τὴ διάκριση κι ἐκοίταξαν τ᾿ ἀτομικά τους. Καθένας ἔκαμε πολιτικό του φίλο ἐκεῖνον ποὺ κι ἐπὶ τουρκοκρατίας ἤξευρε πὼς εἶχεν δύναμιν ἀναγνωρισμένη. Τὸ ἀρχοντικὸν ὄνομα τοὺς ἐθάμπωσε καὶ τὸ ἐπεριτριγύρισαν ὅλοι, πρόθυμοι νὰ τὸ ὑπερασπισθοῦν καὶ νὰ θυσιασθοῦν ἀκόμη πρὸς χάριν του. Ἐπειδὴ ὅμως κάτι ἔπρεπε νὰ ἔχουν γιὰ νὰ δικαιολογοῦν τὴν ἀσυμφωνία τους στὶς κοινοτικὲς ὑποθέσεις, ἐξακολουθοῦσαν ἀκόμη νὰ προβάλλουν τ᾿ ὄνομα τοῦ μπέη στὶς κομματικὲς φιλονικίες τους. Βέβαιοι πὼς κανεὶς πολιτευόμενος δὲν ἦταν ἱκανὸς ν᾿ ἀλλάξῃ τὴν τύχη τους, ἐδείχνονταν πρόθυμοι νὰ θυσιασθοῦν αὐτοὶ χάριν τῆς κοινότητος. Κουτοπόνηροι ἤθελαν μόνον νὰ πεισμώνουν καὶ νὰ ἐξευτελίζουν τὸν ἀντίπαλον ἐμπρὸς στοὺς συντοπῖτες τους μὲ τῆς μικροπολιτικῆς τὰ καμώματα πάντοτε στὸν νοῦ. Τὸν ἴδιο σκοπὸ εἶχε τώρα καὶ ὁ Καραγκούνης. Ἀλλ᾿ ὁ Μπιρμπίλης, ποὺ δὲν ἦταν κατώτερός του στὰ ἐκλογικὰ τερτίπια, εἶπεν ἀμέσως μὲ εἰρωνεία:
– Ὄχι· ἂς τὸ κάμῃ ἡ δικός σου ἡ γιατρὸς καὶ νά ῾ρθουμε ῾μεῖς μονόβολιο.
– Ἡ δικός μου τὸ κάνει· ἐφώναξεν ἔξω φρενῶν ὁ πάρεδρος.
– Δὲν τὸ κάνει! ἐπέμεινεν ὁ Μπιρμπίλης.
– Τὸ κάνει!…
– Δὲν τὸ κάνει!…
Καὶ ὀρθοὶ τώρα ἐπλησίαζαν ἕνας τὸν ἄλλον μὲ μάτια φωτεινά, μὲ ὄψιν ἐγριεμένη, ἕτοιμοι νὰ πιασθοῦν μαλλιὰ μὲ μαλλιά. Κατὰ τύχην, ἐκείνη τὴν ὥρα ἐκατέβαινεν ἀπὸ τὸ κονάκι ὁ Ντεμὶς ἀγάς, ὁ ἐπιστάτης τοῦ χωριοῦ, μὲ τὸ ψηλὸ κατακόκκινο φέσι του.
Ἀφ᾿ ὅτου οἱ χωριάτες ἄρχισαν ν᾿ ἀγριεύουν καὶ νὰ διαφιλονικοῦν τὰ κυριαρχικὰ τοῦ μπέη δικαιώματα, ὁ Ντεμὶς ἀγὰς δὲν ἐκατοικοῦσε πλέον στὸ χωριό. Τὸν περισσότερον καιρὸ ἔμενε στὴ Λάρισα, ὅπου ἐφρόντιζε γιὰ τὴν ὑπόθεση τοῦ κυρίου του. Ἂν καμμιὰ φορὰ ἐπιθυμοῦσε τὴν ἐξοχικὴ ζωή, ἔβγαινε σὲ ἄλλα γειτονικὰ χωριά, ὅπου οἱ χωριάτες ἔμεναν πιστοὶ καὶ πρόθυμοι ὑποταχτικοί του. Σπανίως ὅμως, γιὰ νὰ δοκιμάζῃ τὶς διαθέσεις τῶν Νυχτερεμιωτῶν καὶ νὰ ἐπιβλέπῃ τὶς ἀποθῆκες καὶ τὸ κονάκι, ὅπου εἶχεν ἀποθηκέψῃ πολὺ ἀραποσίτι τοῦ περασμένου χρόνου, ἔφθανεν ἕως τὸ Νυχτερέμι, πάντοτε μὲ συνοδεία. Τὶς ἐπισκέψεις του αὐτὲς δὲν τὶς ἔβλεπαν ἥσυχοι οἱ Νυχτερεμιῶτες. Ὅταν ἐφανερωνόταν ἐμπρός τους, ἀσυνειδήτως, σὰν νὰ ἐκινοῦνταν ἀπὸ κανένα ἐσωτερικὸν ἐλατήριον, ἐσηκώνονταν καὶ τοῦ ἔκαναν τὸν ταπεινὸ χαιρετισμό. Ἀλλ᾿ ὅταν ἔλειπεν ἀπὸ τὰ μάτια τους, εὐθὺς ἐθύμωναν συναμεταξύ τους, γιὰ τὸν πρόστυχον αὐτὸν φόρον τῆς δουλείας τους. Ὁρκίζονταν, ὅταν ἄλλη φορὰ ξαναφανῇ, κανεὶς νὰ μὴ τὸν προσκυνήσῃ, οὔτε νὰ τοῦ προσηκωθῇ. Τί τάχα ἦταν αὐτός; Καὶ τί τὸν εἶχαν ἐκεῖνοι; Δὲν ἦσαν πλέον δοῦλοι του καὶ αὐτὸς δὲν ἦταν ἀφέντης! Ἀλλὰ μόλις ὁ Ντεμὶς ἀγᾶς ἐπρόβαλλε στὰ σύνορα τοῦ χωριοῦ, πάλιν ἡ κρυμμένη μέσα τοὺς ἀπὸ αἰῶνας δουλωσύνη ἔκανε νὰ λησμονοῦν τοὺς ὅρκους καὶ τὴν ἀνεξαρτησία τους. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ τώρα. Ὁ ἀγᾶς παχύς, κοιλαρᾶς, μὲ τὴν ἀνατολίτικην ἀδράνεια ζωγραφισμένη στὸ πλαδαρὸν καὶ ροδοκόκκινο πρόσωπο, τὴ νυσταγμένη καὶ ἀναλλοίωτην ἔκφραση στὸ βλέμμα, μὲ τὴν ἀσήκωτη ἀγερωχία, ποὺ ἐχάρισε στὴ φυλή του αἰώνων ὅλων δεσποτικὴ ἀνατροφή, ἐκατέβηκεν ἀργοκίνητος τὴ σκάλα τοῦ κονακιοῦ κι ἑτοιμάσθηκε νὰ καβαλλικέψῃ σελοχαλινωμένο καὶ ὑπερήφανο ἄλογο, ποὺ ἐφρύμαζε στὴν αὐλή. Ὁλόγυρά του τρεῖς φουστανελλοφόροι ἀρβανῖτες, ντυμένοι στ᾿ ἄρματα καὶ τὰ τσαπράζια, στὸ δεξὶ χέρι κρατώντας βούνευρο λυγιστό, ἐκοίταζαν στὸ γιαπὶ μὲ μάτια θυμωμένα. Καὶ οἱ χωριάτες ἄρχισαν ἀθέλητα νὰ αἰσθάνωνται τὸν προπατορικὸ τρόμο μέσα τους ἀνυπόταχτον. Ἡ ἐλάχιστη ἐκείνη συνοδεία ἐφαινόταν στὰ μάτια τους συνοδεία κάποιου μεγάλου καὶ φοβεροῦ πασᾶ τῶν περασμένων χρόνων, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἐτρόμαξαν τοὺς πάππους καὶ προπάππους των καὶ ἄφησαν φριχτὴ παράδοση στὴ γενεά τους. Καὶ ἀπὸ τὴν ἐπίδραση τῆς παραδόσεως αὐτῆς καὶ ἀπὸ τὰ φοβισμένα σπέρματα τῶν προγόνων, ποὺ ἔφερναν ἀπαράλλαχτα στὸ αἷμα τοὺς οἱ Καραγκούνηδες, ἄρχισαν νὰ αἰσθάνωνται τὸν ἀέρα περίγυρα γεμάτον ἀπὸ φρίκη καὶ ἀπειλή. Φόνοι καὶ δαρμοὶ καὶ βάσανα καὶ πυρκαϊές, ὅλα τὰ κακά, ὅσα ὑπόφεραν ἀπὸ τοὺς Τούρκους δεσπότας οἱ πρόγονοί τους, ἐζωγραφίζονταν τώρα ἐμπρὸς στὰ μάτια τους, ἐβούιζαν τὰ παράπονα καὶ οἱ στεναγμοὶ στ᾿ αὐτιά τους καὶ τοὺς ἔσπρωχναν, νεκροὺς ἀπὸ τὸν φόβο, στὸ δουλικὰ καὶ ἀπαραίτητο προσκύνημα. Οἱ δυὸ πολιτικοὶ ἀντίπαλοι ἔπαψαν τὶς φιλονικίες. Οἱ χωριάτες ἐσηκώθηκαν ὁλόρθοι. Ὁ Παπαρρίζος ἔκρυψε βιαστικὰ τὸ γράμμα τοῦ δικηγόρου στὸν κόρφο του. Ὁ Μαγουλᾶς ἐβγῆκε δυὸ βήματα ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα καὶ μὲ θλιμμένο καὶ ταπεινὸν ἦθος ἄρχισαν μονόγνωμοι τὸν τεμενᾶ. Καὶ ὅταν ὁ Ντεμὶς ἀγᾶς τριποδίζοντας τὸ ἄλογο ἐπέρασεν ἀπὸ κοντά τους κι ἐχάθηκε μακρὰν μέσα σὲ σύγνεφο σκόνης μὲ τὴ συνοδεία του, μελαγχολικοὶ καὶ ἀμίλητοι ἐκάθισαν πάλι στὸ γιαπὶ καὶ γιὰ πολλὴν ὥρα, ἄφωνοι, δὲν ἐτολμοῦσαν ἕνας ν᾿ ἀντικρύσῃ τὸν ἄλλον.
Κάτω στὸ λασπωμένο μεσοχώρι μισόγυμνα, ξυπόλητα καὶ ξεσκούφωτα ἐκυλιόνταν κι ἔπαιζαν τὰ παιδιά, ἀνάκατα μὲ τὶς κότες καὶ τοὺς χοίρους καὶ τ᾿ ἄλλα χτήνη τοῦ χωριοῦ. Στ᾿ ἄλλα χαμόσπιτα ἐμπαινόβγαιναν οἱ γυναῖκες μὲ τὸν κεφαλόδεσμο –τὸ βαρύ τους γκαμπράνι– τυλιγμένον, μὲ τὴν φτωχικὴν ἀλατζένια φορεσιὰ καὶ τὴ μάλλινη φουστανοποδιά τους, ξυπόλητες, ξεβραχιονισμένες καὶ ξετραχηλισμένες, μὲ τὸ στῆθος βαρυφορτωμένο ἀπὸ χρωματιστὲς χάντρες καὶ ἀργυρὰ νομίσματα – σωστὲς νοικοκυρὲς καὶ δουλεῦτρες τοῦ χωραφιοῦ καὶ τοῦ σπιτιοῦ. Ἡ μία ἐχείλιζεν ἐδῶ τὸ γιαπί της, χωμένη ἕως τὸ γόνα στὴ λάσπη. Ἄλλη ἔκαιγε τὸν φοῦρνο της· τρίτη ἐφάσκιωνε τὸ κλαψάρικο παιδί της. Παρέκει μιὰ ἔμπηγε στύλους χοντροὺς ἑτοιμάζοντας ἰσκιάδα γιὰ τὸ καλοκαίρι. Παρεμπρὸς ἄλλη ἐμπάλωνε τὰ ροῦχα τοῦ ἀντρός της κι ἐμουρμούριζε παραπονιάρικο τραγούδι – τραγούδι ντόπιο, στὸν κάμπον ἐκεῖ γεννημένο, φτωχὸ καὶ ἄχαρο σὰν τὴ φωνή της καὶ σὰν τὴν ἴδια βάναυσο. Ἄλλη παράμερα ὀμορφονιά, τοῦ Παπαρρίζου ἡ κόρη, ἔβγαζεν ἀπὸ τὸν στάβλο κι ἐξύστριζε δένοντάς τα στὸν στῦλο δυὸ ἄλογα, δυὸ ψαρῆδες κοντοὺς καὶ σαράβαλους· καὶ ἄλλη δίπλα στὸ πηγάδι, τοῦ Μαγουλᾶ ἡ γυναῖκα, ὁλοστρόγγυλη ἀπὸ τὴν ἑτοιμόγεννη κοιλιά της, γονατισμένη ἔτριβε μὲ λάσπη τὸ κούπωμα ἑνὸς λεβετιοῦ κι ἔκανε διαβολικὸ θόρυβο.[…]
Έργα του Ανδρέα Καρκαβίτσα είναι:
- «Οι σφουγγαράδες»: γράφτηκε το 1898 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Ακρόπολις, την Πρωτοχρονιά του 1899.
- «Ο βιοπαλαιστής»: γράφτηκε το 1898 και πρωτοδημοσιέυτηκε στο περιοδικό Τέχνη τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.
- «Πειράγματα»: πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης την Πρωτοχρονιά του 1898.
- «Η καπετάνισσα»: γράφτηκε το 1898 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Άστυ τα Χριστούγεννα του 1898.
- «Κακότυχος»: γράφτηκε το 1898, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
- «Ναυάγια»: γράφτηκε το 1899 και πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία στις 2 Μαρτίου του ίδιου έτους.
- «Η δικαιοσύνη της θάλασσας»: γράφτηκε το 1894 και πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία την ίδια χρονιά.
- «Τελώνια»: δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Εστία σε δύο συνέχειες στις 31 Ιανουαρίου και την 1η Φεβρουαρίου 1899.
- «Γέρακας»: γράφτηκε το 1895, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
- «Οι κουρσάροι»: γράφτηκε το 1895, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
- «Θείον όραμα»: γράφτηκε το 1895, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
- «Το γιούσουρι»: γράφτηκε το 1894, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
- «Κακοσημαδιά»: γράφτηκε το 1894, δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο περιοδικό Εστία το 1895.
- «Ο εκδικητής»: δημοσιεύτηκε το 1897 στο Μακεδονικό Ημερολόγιο.
- «Οι φρεγάδες»: γράφτηκε το 1894 και δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στο περιοδικό Εστία.
- «Η γοργόνα»: γράφτηκε το 1895, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
- «Ο κάτω κόσμος»: γράφτηκε το 1893 και δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά στο περιοδικό Εστία, με τίτλο «Η τέντα των ναυτικών».
- «Το βασιλόπουλο»: γράφτηκε το 1894, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
- «Κάβο Μαλιάς»: δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία το 1893 με τίτλο «Τα εφτά φουσάτα».
- Η Λυγερή: Νουβέλα γραμμένη το 1889 η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία σε 21 συνέχειες.
- «Η Σμυρνιά»: γράφτηκε και δημοσιεύτηκε το 1894 στο Ημερολόγιο Νέα Ελλάς.
- «Το πάλεμα»: γράφτηκε το 1896, αλλά δεν είναι γνωστό αν δημοσιεύτηκε αλλού πριν την έκδοση του βιβλίου.
- «Ο εβυθός»: γράφτηκε στα Λεχαινά τον Ιούλιο του 1885 και δημοσιεύτηκε τον ίδιο μήνα στο περιοδικό Εβδομάς῍
- «Η κακή αδερφή»: δημοσιεύτηκε τον Δεκέμβριο του 1885 στο περιοδικό Εβδομάς με το τίτλο «Η Κίσσα».
- «Η μάνα»: γράφτηκε το 1889 και δημοσιεύτηκε τον Ιανουάριο του 1890 στο περιοδικό Εστία.
- «Η γυναίκα»: γράφτηκε το 1891 και δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του ίδιου έτους στην εφημερίδα Το Άστυ.
- «Θεός αθάνατος»: γράφτηκε το 1896 και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Το Άστυ την Πρωτοχρονιά του 1897.
Ο αγωνιστής
Ο Ανδρέας Καρκαβίτσας αποτελούσε ενεργό μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου, υποστήριξε το Κίνημα στο Γουδί και ταυτόχρονα το κίνημα των δημοτικιστών εναντίον των «προγονόπληκτων», ως ενεργό μέλος της Εταιρείας της Εθνικής Γλώσσας που αγωνίζονταν για την καθιέρωση της δημοτικής σε όλες τις δημόσιες πλευρές της ζωής του έθνους.
Πήρε μέρος στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912–1913 και το 1916 αντιτάχτηκε στο βενιζελικό κίνημα της «Εθνικής Αμύνης», με αποτέλεσμα να τεθεί σε περιορισμό και να εξοριστεί.
Στις αρχές του 1917 νοσηλεύθηκε για φυματίωση στο σανατόριο της Πεντέλης και όταν βγήκε εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον στο Μαρούσι, το οποίο θεωρείτο κατάλληλος τόπος διαμονής για φυματικούς.
Το 1920 επανήλθε στο στράτευμα με το βαθμό του γενικού αρχιάτρου, για να αποστρατευτεί μετά από δική του αίτηση οριστικά το 1922. Το 1920 ανέλαβε τη συγγραφή και επιμέλεια του Αναγνωστικού της Γ΄, της Δ΄, και της Ε΄ Δημοτικού μαζί με τον Επαμεινώνδα Παπαμιχαήλ.
Με πληροφορίες από wikipedia.org
Επιμέλεια άρθρου: Α.Στεφανή