Πε. Απρ 18th, 2024

ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ι και απλή αναλογική στην τοπική αυτοδιοίκηση

Κοινοποίηση ειδήσεων

Η αφετηρία μιας νέας εποχής για την εκπροσώπηση των πολιτών, την δημιουργία συναινέσεων και τον έλεγχο των αποφάσεων

 Μετά την μεταπολίτευση, ποτέ δεν εφαρμόστηκε η απλή αναλογική στην τοπική αυτοδιοίκηση με στόχο την πιστή αποτύπωση της λαϊκής βούλησης.Ο ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗΣ, αν και θεσμοθέτησε πολλά θετικά βήματα, όπως για παράδειγμα την περιφερειακή αυτοδιοίκηση,  διατήρησε το έλλειμμα δημοκρατικής λειτουργίας που χαρακτήριζε και συνέχισε να χαρακτηρίζει την τοπική αυτοδιοίκηση, λόγω του ακραία πλειοψηφικού ισχύοντος εκλογικού συστήματος το οποίο ενίσχυσε το δημαρχοκεντρικό μοντέλο. Παράλληλα, η δημιουργία λιγότερων σε αριθμό, και μεγαλύτερων σε πληθυσμό και σε έκταση δήμων, δεν περιείχε τα θεσμικά αντίβαρα για την ενίσχυση της αντιπροσωπευτικότητας των πολιτών και των συνενωμένων τοπικών κοινωνιών, οδηγώντας σε τοπικούς και περιφερειακούς συγκεντρωτισμούς και δημιουργώντας ένα διογκωμένο δημοκρατικό έλλειμμα.

Η κυβέρνηση με την καθιέρωση της απλής αναλογικής, στοχεύει να καλύψει αυτό το δημοκρατικό έλλειμμα.Άλλωστε η καθιέρωση της απλής αναλογικής δεν αποτελούσε πάγιο αίτημα μόνο της Αριστεράς, αλλά συνολικότερα των δημοκρατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων, αλλά και της ΚΕΔΕ η οποία μέχρι το 2003 είχε με πλειοψηφία αποφασίσει υπέρ της απλής αναλογικής.

Η απλή αναλογική δεν είναι απλώς ένα δίκαιο εκλογικό σύστημα που αποτυπώνει με αυθεντικό τρόπο τους πραγματικούς συσχετισμούς. Διασφαλίζει μεγαλύτερη διαφάνεια, δυνατότητα ελέγχου και την δυνατότητα οι όποιες επιλογές γίνονται, τουλάχιστον σε τοπικό επίπεδο, να έχουν ευρύτερες συναινέσεις. Το  πρόβλημα σήμερα είναι ότι ένας συνδυασμός, ο οποίος μπορεί στον πρώτο γύρο να πάρει  25% ή 30%, (και να περάσει στον δεύτερο γύρο ο υποψήφιος δήμαρχος), να ελέγχει το 60% του δημοτικού συμβουλίου.

Γι’ αυτό άλλωστε και η πλειονότητα της αντιπολίτευσης παραδέχθηκε ότι το ισχύον εκλογικό σύστημα δεν είναι δίκαιο. Διότι ανεξάρτητα από τα ποσοστά που έπαιρνε ένας δήμαρχος, το εκλογικό σύστημα απέδιδε στον συνδυασμό του τα 3/5 των εδρών του Δημοτικού Συμβουλίου ή Περιφερειακού Συμβουλίου. Αυτό από μόνο του δημιουργούσε  σοβαρές στρεβλώσεις  στην εκπροσώπηση και υποβάθμιζε την τοπική δημοκρατία. 

Στόχος της κυβέρνησης είναι να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την οικοδόμηση μιας πολιτικής κουλτούρας συνθέσεων, συνεργασιών και πολιτικών συγκλίσεων για την αντιμετώπιση των τοπικών προβλημάτων και ταυτόχρονα μια κουλτούρα που θα συμβάλλει αποφασιστικά στην ενεργοποίηση των προοδευτικών μειοψηφιών οι οποίες με το παρόν σύστημα παροπλίζονται. Διότι είναι πλέον ώριμες οι συνθήκες για να απαλλαγούμε από πρακτικές και αντιλήψεις που περιορίζονται σε στενά μονοπαραταξιακά πλαίσια.

Όσοι και όσες διαφωνούν, διαφωνούν διότι θα δυσκολευτούν ή σωστότερα θα ξεβολευτούν από την ευκολία της μονοδιάστατης σκοπιάς.Γι’ αυτό και εκτός από τους αιρετούς που είναι αντίθετοι με την προωθούμενη  δημοκρατική αλλαγή, οι τοπικές κοινωνίες, τα προοδευτικά και ριζοσπαστικά σχήματα και τα κινήματα πολιτών, αλλά και όσοι ασχολούνται με την Αυτοδιοίκηση, τάσσονται συντριπτικά υπέρ της απλής αναλογικής.

Εξάλλου η κυβερνησιμότητα και η επί της ουσίας διασφάλιση της πλειοψηφίας του δημοτικού συμβουλίου για τις τοπικές υποθέσεις με σκοπό την κυβερνητική σταθερότητα και αποτελεσματικότητα, δεν μπορεί να υπάρξει και να λειτουργήσει ανεξάρτητα από τις ίδια την δημοκρατική αρχή της ισότιμης κατανομής των ψήφων σε έδρες.  Η απλή αναλογική είναι το πρώτο και ουσιαστικό βήμα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν χρόνιες παθογένειες της τοπικής αυτοδιοίκησης οι οποίες συνδέονται άμεσα με τις πελατειακές σχέσεις των δημάρχων. Με τον τρόπο αυτό επίσης ανοίγει ο δρόμος για να δημιουργηθούν συμμαχίες μεταξύ των διαφορετικών δημοτικών παρατάξεων.

Για την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ η επίτευξη της κυβερνησιμότητας με όρους δημοκρατίας και ισονομίας σημαίνει δύο πράγματα. Αφενός την δημιουργία νομοθετικού πλαισίου που θα προωθεί και θα ενισχύει την διαβούλευση, και τις  ουσιαστικές προϋποθέσεις για την άσκηση της Δημοκρατίας και αφετέρου την σταδιακή καλλιέργεια μιας διαφορετικής πολιτικής κουλτούρας η οποία θα προκρίνει και θα προάγει την συνεργασία, την συζήτηση, την επιχειρηματολογία και την διαπραγμάτευση.