Πα. Απρ 19th, 2024

Το Κάστρο “Βασιλικών” της αρχαίας Σικυώνoς (φώτο)

Κοινοποίηση ειδήσεων

Φράγκικο κάστρο που κτίστηκε στη θέση της ακρόπολης της αρχαίας Σικυώνoς.

Στην αρχαιότητα η πόλη λεγόταν Σικυών. Προηγουμένως είχε και άλλα ονόματα: Αιγιάλεια, Αιγιαλός, Τελχινία, Τελχίς ή Μυκώνη.

Τον Μεσαίωνα η ονομασία ήταν Βασιλικά ή Βασιλικάτα και αργότερα επί Τουρκοκρατίας, Βασιλικό. Το σημερινό χωριό Σικυώνα που βρίσκεται σε αυτή τη θέση λεγόταν Βασιλικό μέχρι το 1920.

Ιστορία
Η αρχαία Σικυών ήταν μια από τις ισχυρότερες πόλεις-κράτη του αρχαίου Ελληνικού κόσμου, με αξιόλογη, συν τοις άλλοις, καλλιτεχνική παράδοση . Η αρχαία πόλη βρισκόταν κοντά στο σημερινό Κιάτο ενώ η ακρόπολη βρισκόταν πιο νότια, στο υπερυψωμένο πλάτωμα όπου βρίσκεται το σημερινό χωριό Σικυώνα.

Το 303 π.Χ. ο Δημήτριος ο Πολιορκητής κατέστρεψε την παλιά πόλη και την επανίδρυσε στη θέση γύρω από την ακρόπολη. Τότε έλαβε το προσωρινό όνομα Δημητριάς. Ακολούθησε μια χρυσή περίοδος. Από το 251 π.Χ. έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία της Αχαϊκής Συμπολιτείας της οποίας ο επιφανέστερος στρατιωτικός διοικητής υπήρξε ο Άρατος ο Σικυώνιος.

Η Σικυών έπαψε να είναι σημαντική μετά τη Ρωμαϊκή κατάκτηση. Το 146 π.Χ. καταστράφηκε από τους Ρωμαίους και το 87 π.Χ. λεηλατήθηκε από τον Σύλλα. Πάντως φαίνεται ότι καταστροφή δεν ήταν ολική καθώς ο Παυσανίας τον 2ο αιώνα μ.Χ. περιγράφει πολυάριθμα μνημεία στην πόλη.

Τον 4ο αιώνα μ.Χ. η Σικυών ήταν έδρα επισκοπής υπαγόμενη στην αρχιεπισκοπή Κορίνθου. Τον 5ο αιώνα είχε την ονομασία Ελλάς. Επανεμφανίζεται στις ιστορικές πηγές επί Φραγκοκρατίας ως Βασιλικά ή Βασιλικάτα.

Το φράγκικο κάστρο δημιουργήθηκε στη θέση της αρχαίας ακρόπολης ενσωματώνοντας μεγάλο μέρος της αρχαίας οχύρωσης. Σύμφωνα με την αραγωνική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως, το κάστρο ίδρυσε ο τότε ηγεμόνας του Πριγκιπάτου της Αχαΐας Γουλιέλμος Β’ Βιλλεαρδουίνος περί τα μέσα του 13ου αιώνα.

To 1358 το κάστρο αποδόθηκε στον Νικολό Ατσαγιόλι (Niccolo Acciaiuoli). Ο Νικολό Ατσαγιόλι, (1310-1365), ήταν γόνος πλούσιας οικογενείας τραπεζιτών από τη Φλωρεντία που σταδιοδρόμησε ως αυλικός του πανίσχυρου Ανδεγαυού βασιλιά της Νάπολης Ροβέρτου (Robert d’ Anjou ή Roberto d’ Angiò). O Νικολό ανήλθε στο ανώτατο αξίωμα του Μεγάλου Σενεσάλου που σημαίνει -περίπου- Αρχιθαλαμηπόλος του Παλατιού. Παράλληλα απέκτησε την εύνοια του αδερφού του βασιλιά, του πρίγκιπα Φιλίππου Α’ του Τάραντος, ο οποίος είχε αποκτήσει τα δικαιώματα του τίτλου του Πριγκιπάτου της Αχαΐας (χωρίς να έχει επισκεφτεί ποτέ τον Μοριά).

Μετά το θάνατο του Φιλίππου το 1332, ο Ατσαγιόλι έγινε επίτροπος του διαδόχου του, του ανήλικου Ροβέρτου Β’ του Τάραντος, που ήταν, λόγω μητρός, και τιτουλάριος Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον, ο Ατσαγιόλι ήταν σύμβουλος, και πιθανότατα εραστής, της μητέρας του Ροβέρτου Β’, Αικατερίνης.

Το 1336, με τη μεσολάβηση του Νικολό Ατσαγιόλι, διευθετήθηκε η διένεξη σε σχέση με τα δικαιώματα στο θρόνο του Πριγκιπάτου της Αχαΐας υπέρ του Ροβέρτου Β’, ο οποίος το 1338 διόρισε τον Ατσαγιόλι βάιλο του Πριγκιπάτου. Με την ιδιότητα αυτή, ο Ατσαγιόλι ήρθε στην Πελοπόννησο μαζί με την Αικατερίνη το διάστημα 1338-1341 και χάρη στους χειρισμούς του (και κυρίως στη χρηματοδότησή του) εδραιώθηκε η έως τότε υπό αμφισβήτηση ηγεμονία του οίκου των Ανζού στον Μοριά.

Σαν ανταμοιβή για τις υπηρεσίες αυτές, ο Νικολό Ατσαγιόλι έλαβε δύο φέουδα στη Μεσσηνία: το φέουδο του Βουλκάνου και το φέουδο του Αρχαγγέλου. Αργότερα, το 1358, αποδόθηκε σε αυτόν από τον τότε Πρίγκιπα της Αχαΐας Φίλιππο Β’ του Τάραντος και η Καστελλανία της Κορίνθου με 8 κάστρα συμπεριλαμβανομένου του κάστρου των Βασιλικών.

Η απογραφή των κάστρων του 1377 επιβεβαιώνει αυτό το ιδιοκτησιακό καθεστώς.

Μετά το θάνατο του Νικολό το κάστρο των Βασιλικών μαζί με την υπόλοιπη περιουσία του κληροδοτήθηκε στο γιο του Άντζελο Ατσαγιόλι ο οποίος υπήρξε καρδινάλιος της Νάπολης και Αρχιεπίσκοπος Πατρών. Αργότερα το κάστρο πέρασε στη δικαιοδοσία του -ανιψιού του Νικολό- Νέριο Ατσαγιόλι, ο οποίος από το 1385 είχε καταφέρει να γίνει Δούκας των Αθηνών. Το 1394, ο Κάρολος Α’ Τόκκο (κόμης Κεφαλληνίας) παντρεύτηκε τη Φραντζέσκα, κόρη του Νέριο, και πήρε προίκα το κάστρο Βασιλικών.

Το κάστρο πέρασε στα χέρια των Βυζαντινών είτε στις αρχές του 15ου αιώνα (όταν κατέλαβαν την υπόλοιπη Κορινθία) είτε, το αργότερο, το 1427 όταν ο Δεσπότης του Μυστρά Κωνσταντίνος Παλαιολόγος (ο μετέπειτα τελευταίος αυτοκράτορας) νυμφεύθηκε τη Θεοδώρα από την οικογένεια των Τόκκων και πήρε προίκα τις τελευταίες φράγκικες κτήσεις στην Πελοπόννησο.

Από το 1446 μέχρι και το 1463 το κάστρο βρίσκεται σε οθωμανικά χέρια. Το 1463 πέρασε στους Ενετούς οι οποίοι και το κράτησαν μέχρι το 1467 οπότε τα Ενετικά κατάστιχα το καταγράφουν ως Οθωμανικό.

Επί Τουρκοκρατίας υπάρχουν αναφορές για τα Βασιλικά αλλά όχι για το κάστρο, που ίσως είναι κατεστραμμένο από την αρχή αυτής της περιόδου.

H ονομασία «Μπουντρούμι» που διασώζεται για τον μοναδικό φράγκικο πύργο που στέκεται όρθιος, πιθανότατα οφείλεται στο ότι ο πύργος επί Τουρκοκρατίας χρησιμοποιήθηκε σαν φυλακή.

Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία
Ο λόφος ήταν οχυρωμένος ήδη από την αρχαιότητα, έτσι οι Φράγκοι έκαναν ευρεία χρήση των αρχαίων τειχών κτίζοντας πάνω σε αυτά ή κάνοντας τις απαραίτητες επισκευές. Από τις μεσαιωνικές οχυρώσεις σήμερα είναι ορατός ένας πύργος, γνωστός ως «Μπουντρούμι», που σώζεται σε ύψος 4,8μ καθώς επίσης και λείψανα των τειχών.

Ο πύργος παρουσιάζει τρεις οικοδομικές φάσεις και για την κατασκευή του έχει χρησιμοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό αρχαίο οικοδομικό υλικό.