
Αύριο αναμένεται να απολογηθούν ακόμα 20 μέλη του κυκλώματος, ανάμεσά τους και μια αθλήτρια.
Τον δρόμο για τις φυλακές πήραν πέντε από τους συνολικά 24 κατηγορούμενους που απολογήθηκαν σήμερα στα δικαστήρια της πρώην σχολής Ευελπίδων, για το κύκλωμα που εξαπατούσε πολίτες και άρπαξε τουλάχιστον 35 εκατομμύρια ευρώ. Μεταξύ των προφυλακισθέντων είναι ο φερόμενος ως αρχηγός.
Αντίθετα οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι που απολογήθηκαν σήμερα αφέθηκαν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους. Αύριο αναμένεται να απολογηθούν και τα υπόλοιπα 20 μέλη του κυκλώματος, ανάμεσά τους και μια γνωστή αθλήτρια.
Συνολικά για την υπόθεση έχουν συλληφθεί 44 άτομα, τα οποία φέρονται να διέπρατταν απάτες και κλοπές σε βάρος πολιτών.
Σε βάρος των συλληφθέντων, οι οποίοι προέβαιναν στις απάτες παριστάνοντας υπαλλήλους του ΔΕΔΔΗΕ, λογιστές ή δημόσιους λειτουργούς, αποσπώντας μεγάλα χρηματικά ποσά, έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για: εγκληματική οργάνωση, απάτη, απάτη με υπολογιστή, κακουργηματική πλαστογραφία και ξέπλυμα μαύρου χρήματος.
Από την Υποδιεύθυνση Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Αθηνών εξαρθρώθηκε πολυμελής εγκληματική οργάνωση, τα μέλη της οποίας δραστηριοποιούνταν στη διάπραξη απατών σε βάρος ανυποψίαστων πολιτών μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, καθώς και στη διάπραξη διακεκριμένων κλοπών σε ολόκληρη την επικράτεια.
Σε αστυνομική επιχείρηση που έλαβε χώρα την Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025, σε περιοχές της Αττικής και Κορινθίας, με τη συμμετοχή τουλάχιστον -400- αστυνομικών, συνελήφθησαν συνολικά -45- άτομα, από τα οποία τα -44- μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και των αρχηγικών μελών, ενώ στη δικογραφία που σχηματίστηκε περιλαμβάνονται άλλα -96- άτομα.
Στην επιχείρηση συμμετείχαν αστυνομικοί της Υποδιεύθυνσης Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Αθηνών αλλά και των Τμημάτων δικαιοδοσίας της, της Υποδιεύθυνσης Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Δυτικής Αττικής, της Υποδιεύθυνσης Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Βορειοανατολικής Αττικής, της Υποδιεύθυνσης Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Πειραιά, του Τμήματος Δίωξης και Εξιχνίασης Εγκλημάτων Αγίας Βαρβάρας, της Διεύθυνσης Αστυνομικών Επιχειρήσεων Αττικής, Ομάδων Ο.Π.Κ.Ε. και ΔΙ.ΑΣ. καθώς και του Γραφείου μη Επανδρωμένων Αεροσκαφών Πελοποννήσου (DRONE).

Σε βάρος των κατηγορούμενων σχηματίστηκε δικογραφία για εγκληματική οργάνωση, απάτες, απάτες με υπολογιστή και διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπών, τετελεσμένες και σε απόπειρα, από κοινού, κατ’ επάγγελμα και κατ’ εξακολούθηση, πλαστογραφία και πλαστογραφία πιστοποιητικού, αντιποίηση, αποδοχή και διάθεση προϊόντων εγκλήματος, παράβαση της νομοθεσίας για τα ναρκωτικά, τα όπλα, την πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, για την ευζωία των ζώων συντροφιάς, απάτη κατά του Δημοσίου, ληστεία, ενδοοικογενειακή σωματική βλάβη και κατοχή ταξιδιωτικών εγγράφων τρίτων προσώπων.

Όπως προέκυψε από την έρευνα, τουλάχιστον από τον Φεβρουάριο του 2023, οι κατηγορούμενοι συγκρότησαν και εντάχθηκαν σε εγκληματική οργάνωση με διαρκή δράση, δομημένη ιεραρχία και διακριτούς ρόλους, δραστηριοποιούμενοι στη διάπραξη απατών σε βάρος ανυποψίαστων πολιτών μέσω τηλεφωνικών κλήσεων, καθώς και στη διάπραξη διακεκριμένων κλοπών σε όλη την επικράτεια, με σκοπό τον παράνομο πορισμό εισοδήματος και την επιδίωξη οικονομικού οφέλους μέσω της πρόσβασης σε ηλεκτρονικά τραπεζικά δεδομένα και παράνομη απόκτηση άυλων μέσων πληρωμής.
Προηγήθηκε εμπεριστατωμένη προανακριτική έρευνα μέσα από τη συνδυαστική αξιοποίηση και ομαδοποίηση πληροφοριακών στοιχείων και δεδομένων που αφορούσε τους κατηγορουμένους απ’ όπου προέκυψε η αδιαμφισβήτητη συσχέτιση άμεση ή και έμμεση μεταξύ των κατηγορουμένων.
Στο πλαίσιο της έρευνας, καταδείχθηκε η μεθοδολογία (modus operandi) που χρησιμοποιούσαν τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης, ως ακολούθως:
Η εγκληματική οργάνωση είχε ως αρχηγείο – τηλεφωνικό κέντρο οικισμό στο Ζευγολατιό Κορινθίας, το οποίο λόγω της γεωγραφικής του θέσης προσφερόταν για τη διαφυγή των δραστών καθώς και την απόκρυψη των αφαιρεθέντων χρηματικών ποσών ή τιμαλφών.

Το τηλεφωνικό κέντρο αποτελούνταν από έναν τουλάχιστον βοηθό διευθύνοντος και ένα μικρό αριθμό έμπιστων μελών, οι οποίοι μιλούσαν άπταιστα την ελληνική γλώσσα, κατείχαν τεχνική κατάρτιση στη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και άριστη γνώση λειτουργίας της ηλεκτρονικής τραπεζικής, ενώ τα τηλεφωνικά κέντρα βρίσκονταν κατά κανόνα στο Ζευγολατιό αλλά και στην ευρύτερη περιοχή της Κορίνθου (Βραχάτι, Άσσος, Εξαμίλια κλπ).
Επιπλέον, είχαν συστήσει επιχειρησιακά κέντρα σε Αγία Βαρβάρα, Αχαρνές – Φυλής (Άνω Λιόσια και Ζεφύρι) προκειμένου να μην εντοπίζονται τα αρχηγικά μέλη αλλά και για να μη συσχετιστούν τα επιχειρησιακά κέντρα με τον «Αρχηγείο – τηλεφωνικό κέντρο» εκμεταλλευόμενοι τις ιδιαιτερότητες των περιοχών και τις στενές συγγενικές ή φιλικές σχέσεις με τα μέλη αυτά.
Μάλιστα, εκμεταλλευόμενοι τις φιλικές και συγγενικές σχέσεις με άτομα στην επαρχία, τους ανέθεταν έναντι αμοιβής να μεταβαίνουν σε όλη την επικράτεια δρώντας ως εισπράκτορες για λογαριασμό της οργάνωσης, γεγονός που οδηγούσε στον μη εντοπισμό των αρχηγικών μελών.
Χαρακτηριστικό της δράσης της εγκληματικής οργάνωσης ήταν το εύρος, η οργανωτικότητα και η προσαρμοστικότητα που είχαν αναπτύξει, έχοντας αποκτήσει εξειδίκευση σε τεχνικά θέματα και άλλες λεπτομέρειες που χρησιμοποιούσαν για να εξαπατήσουν τα θύματά τους.
Ενδεικτικό είναι ότι, καθημερινά πραγματοποιούνταν κλήσεις από -40- τηλεφωνητές προς εξαπάτηση των υποψήφιων θυμάτων, ενώ η οργάνωση διέθετε τουλάχιστον -150- επιχειρησιακά κινητά τηλέφωνα (τηλεφωνικές κλήσεις, μεταφορές χρημάτων, επικοινωνία μεταξύ τους κατά τη διάρκεια των παράνομων πράξεων), τα οποία απενεργοποιούσαν και προέβαιναν στην αγορά νέων προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί από τις Αρχές.
Ως προς την μεθοδολογία, τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης χρησιμοποιούσαν διαφορετικό τρόπο δράσης, λαμβάνοντας υπόψη κάθε φορά την κίνηση της αγοράς και τις εξελίξεις όσον αφορά επιδοτήσεις, επιδόματα και κυβερνητικές εξαγγελίες.
Συγκεκριμένα, πραγματοποιούσαν τηλεφωνικές κλήσεις με την παράσταση ψευδών γεγονότων ως αληθινών αλλά και κάνοντας χρήση ψεύτικων στοιχείων ταυτότητας με σκοπό την εξαπάτηση των πολιτών, ενώ παρουσιάζονταν:
- ως υπάλληλοι δημοσίων και συνεργαζόμενων φορέων, οι οποίοι με το πρόσχημα της επιστροφής χρημάτων ή πληρωμής κρατήσεων τιμολογίων και εκμεταλλευόμενοι την άγνοια των θυμάτων για τραπεζικής φύσεως συναλλαγές, καθοδηγούσαν λανθασμένα τα θύματα αποστέλλοντας τα χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς μελών της οργάνωσης,
- ως λογιστές – φοροτεχνικοί, όπου με πρόφαση ότι είναι δικαιούχοι είτε κρατικής επιδότησης είτε επιστροφής χρημάτων, αποκτώντας πολλές φορές και πρόσβαση στον ίδιο τον τραπεζικό λογαριασμό των θυμάτων, μετέφεραν χρήματα σε τραπεζικούς λογαριασμούς της οργάνωσης ή πραγματοποιούσαν άμεσα αναλήψεις. Πολλές φορές για να γίνουν πειστικοί, στην συνομιλία συμμετείχε και έτερος δράστης που συστηνόταν ως προϊστάμενος ή ως εξειδικευμένος υπάλληλος που θα βοηθούσε στη διεκπεραίωση, κάμπτοντας τις υποψίες των θυμάτων,
- ως λογιστές και βοηθοί λογιστών όπου σε περίπτωση που διαπίστωναν ότι καλούν σε ηλικιωμένους ή άτομα που δεν έχουν καλή γνώση ηλεκτρονικών υπολογιστών και κινητών τηλεφώνων, επικαλούμενοι διάφορα προσχήματα, όπως τη δήλωση στην εφορία ή την ασφάλιση μετρητών και τιμαλφών, έπειθαν τα θύματα να παραδώσουν σε συνεργούς τους χρήματα και τιμαλφή,
σε περίπτωση που δεν γίνονταν πειστικοί ως λογιστές, ξανακαλούσαν τα θύματα ως δήθεν αστυνομικοί, ζητώντας από τα θύματα να πετάξουν τιμαλφή και χρήματα από το μπαλκόνι προκειμένου να «συλλάβουν» επ’ αυτοφώρω τους επίδοξους απατεώνες, ως δήθεν πωλητές οχημάτων και μηχανημάτων έργου, αναρτώντας αγγελίες σε δημοφιλείς διαδικτυακές πλατφόρμες, με ιδιαίτερα δελεαστικές τιμές, μέσω των οποίων προσελκύονταν ανυποψίαστοι υποψήφιοι αγοραστές.
Τα μέλη της οργάνωσης, προσποιούμενα τους ιδιοκτήτες ή εκπροσώπους νόμιμων επιχειρήσεων, απαιτούσαν καταβολή χρηματικής «προκαταβολής» για τη δήθεν «δέσμευση» του οχήματος, επικαλούμενα αυξημένο ενδιαφέρον από τρίτους, λάμβαναν τα ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς που έλεγχαν και στη συνέχεια είτε προφασίζονταν διάφορα προσκόμματα είτε διέκοπταν πλήρως την επικοινωνία, χωρίς ποτέ να πραγματοποιούν την αγοραπωλησία ή να επιστρέφουν τα καταβληθέντα χρήματα.
Παράλληλα, για την αποφυγή εντοπισμού τους χρησιμοποιούσαν ποικίλα μέτρα αντιπαρακολούθησης όπως κωδικοποιημένες λέξεις, τεχνολογικά μέσα, κάλυψη χαρακτηριστικών τους κ.λπ.



















