Η αποτυχημένη προσπάθεια των Άγγλων, να ανατινάξουν τη Διώρυγα της Κορίνθου το 1941
Την Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024, πραγματοποιήθηκε από το Σύλλογό “Αναγέννηση Βραχατίου” εκδήλωση τιμής και μνήμης προς όλους εκείνους τους ήρωες και μάρτυρες, που έδωσαν τη ζωή τους στη μάχη της μικρής μας πατρίδας εναντίον των δυνάμεων του άξονα και των δορυφόρων τους! Ένας από τους ομιλητές, ήταν και ο Γεώργιος Λόης.
Ο Γεώργιος Λόης που μας μίλησε για τη Μάχη της Διώρυγας της Κορίνθου, είναι στρατιωτικός εν αποστρατεία. Υπηρέτησε στις τάξεις του Όπλου των Τεθωρακισμένων ως Ανθυπίλαρχος και αποστρατεύτηκε με το βαθμό του Συνταγματάρχη. Τώρα ασχολείται με την ιστορική έρευνα πολιτιστικών μνημείων, από την αρχαιότητα μέχρι τους νεότερους χρόνους, δημοσιεύοντας συναφή άρθρα σε τοπικά ιστολόγια. Από το 2019 συνεργάζεται με το μηνιαίο έντυπο περιοδικό «Στρατιωτική Ιστορία», αρθρογραφώντας σχετικά για κάστρα, φρούρια, οχυρώσεις και σημαντικά μνημεία του Ελληνικού χώρου, καθώς επίσης και για ορισμένες λιγότερο γνωστές μάχες της ελληνικής ιστορίας, κυρίως σε επετειακά τεύχη.
Σήμερα θα μάθουμε για τη Βρετανική προσπάθεια υπονόμευσης της διώρυγας της Κορίνθου.
Ήδη από τις αρχές του 1941 είχε αρχίσει να διαφαίνεται ο κίνδυνος μιας επίθεσης της Γερμανίας εναντίον της Ελλάδας, η οποία είχε σχεδιαστεί εκ των προτέρων από τους επιτελείς των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων, λαμβάνοντας τη συνθηματική ονομασία ΜΑΡΙΤΑ. Προκειμένου να αντιμετωπίσει μια δυσμενής κατάσταση, η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε να ζητήσει στρατιωτικές ενισχύσεις από τη Βρετανία, γιατί το σύνολο του Ελληνικού Στρατού βρισκόταν στο αλβανικό μέτωπο. Έτσι εστάλει στην Ελλάδα το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα, που είχε συσταθεί από διάφορες αγγλικές, αυστραλιανές και νεοζηλανδικές μονάδες.
Στην Αθήνα, οι Βρετανοί σχεδίαζαν τη φραγή και υπονόμευση της διώρυγας της Κορίνθου. Με την αχρήστευσή της θα επιτυγχανόταν σε πρώτο χρόνο η απαγόρευση της διέλευσης εχθρικών πολεμικών ή μεταγωγικών πλοίων με στρατιωτικές ενισχύσεις από τον Κορινθιακό κόλπο προς τον Σαρωνικό κόλπο. Γιατί αν περνούσαν από το κανάλι θα έφταναν απευθείας στα νώτα του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος που υποχωρούσε. Ακόμα ένας λόγος αυτής της ενέργειας, ενόψει της διαφαινόμενης γερμανικής επικράτησης, ήταν να αποτραπεί η μεταφορά καυσίμων από τις πηγές πετρελαίου της Μαύρης Θάλασσας που είχαν ήδη καταλάβει οι Γερμανοί, προς τα ιταλικά και γερμανικά στρατεύματα που δρούσαν στη Λιβύη.
Περί τα μέσα Απριλίου 1941, η βρετανική υπηρεσία Εκτελεστικού Ειδικών Επιχειρήσεων, δηλαδή η περίφημη SOE (Special Operations Executive) πρότεινε δύο σχέδια για τεχνητό αποκλεισμό της διώρυγας της Κορίνθου, κατόπιν σχετικού αιτήματος του Αρχιπλοιάρχου Τσαρλς Τουρλ (Charles Edward Turle), που υπηρετούσε ως Ναυτικός Ακόλουθος της Αγγλίας στην Αθήνα. Αυτή η επιχείρηση έπρεπε να διεξαχθεί, αφού πρώτα είχαν περάσει από την τοποθεσία του Ισθμού όλα τα συμμαχικά στρατεύματα που υποχωρούσαν και με την τήρηση άκρας μυστικότητας, έτσι ώστε να μην δημιουργηθούν υποψίες, γιατί η Ελληνική Κυβέρνηση μπορεί να μην συμφωνούσε. Επιπλέον, ο Τουρλ εισηγήθηκε να βυθιστεί ένα πλοίο φράσσοντας μία από τις εισόδους της διώρυγας.
Όμως το βρετανικό εμπορικό πλοίο «Κουιλόα (Quiloa)» που σκέφτηκαν να βυθίσουν μπροστά στο κανάλι, το οποίο είχε προσαράξει στο Σκαραμαγκά, δεν μπόρεσαν να το ξελολλήσουν κι ας το τραβούσαν δύο βρετανικές κορβέτες μαζί με ελληνικά ρυμουλκά. Ως εναλλακτική λύση εξετάστηκε η περίπτωση του Δανέζικου δεξαμενόπλοιου «Μαρί Μάρσκ (Marie Maersk)», που ελλιμενιζόταν αχρηστευμένο από βόμβες βυθού, αλλά διαπιστώθηκε ήταν αδύνατο να μετακινηθεί. Έτσι ματαιώθηκε προσωρινά αυτή η ενέργεια.
Η μυστική επιχείρηση υπονόμευσης της διώρυγας της Κορίνθου ανατέθηκε στον Πλωτάρχη Μάικ Κάμπερλετζ (Mike Cumberlege). Για την επίτευξη του στόχου, ο ριψοκίνδυνος Βρετανός αξιωματικός προτίμησε να επανδρώσει ένα ελληνικού τύπου καΐκι με την ονομασία «Ντόλφιν ΙΙ (HMS Dolphin II)», το οποίο είχε διασκευαστεί από τους Βρετανούς σε ελαφρώς εξοπλισμένο σκάφος, διαθέτοντας πυροβόλο και πολυβόλα. Για την εκτέλεση της συγκεκριμένης αποστολής έπλευσε από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου προς τον Πειραιά, με πρόσχημα ότι θα εκκένωνε συμμαχικό προσωπικό από την Πάτρα.
Το «Ντόλφιν ΙΙ» διενέργησε μία αναγνωριστική διαδρομή περνώντας από τη διώρυγα της Κορίνθου, ενώ φορτώθηκαν σε αυτό 8 βόμβες βυθού και μία θαλάσσια μαγνητική νάρκη 1.500 λιβρών, η οποία τοποθετήθηκε σε ένθετη πλατφόρμα επί του σκάφους και σκεπάστηκε με καραβόπανο. Στις 19 Απριλίου, το εξοπλισμένο καΐκι έπλευσε δια μέσω της διώρυγας με εικονικό προορισμό την Ιτέα, δηλώνοντας ότι μεταφέρει εφόδια. Όμως, ο Πλωτάρχης επικαλέστηκε μηχανική βλάβη και κατέπλευσε στο λιμάνι της Κορίνθου. Εκεί αγόρασε μία μεγάλη κωπήλατη βάρκα, που βαπτίστηκε «Κορίνθους (Corinthus)», στην οποία μεταφορτώθηκαν οι 8 βόμβες βυθού.
Στις 06:30΄ την Πέμπτη 24 Απριλίου 1941, η διώρυγα άνοιξε για τη ναυσιπλοΐα. Ο Πλωτάρχης άφησε να περάσουν πρώτα τέσσερα αναμένοντα πλοιάρια στην είσοδο της Ποσειδωνίας και κατόπιν ακολούθησε με το «Ντόλφιν ΙΙ», που ρυμουλκούσε τη βάρκα «Κορίνθους».
Τα δυο σκάφη σταμάτησαν τη διέλευση τους σε ένα σημείο περίπου 350 μέτρα μετά από τη διπλή συγκοινωνιακή γέφυρα και πλησίον της ανατολικής όχθης. Η συγκεκριμένη θέση είχε επιλεγεί για τη δολιοφθορά, εκεί σχηματιζόταν μία ευρεία εσοχή, από μία κατάπτωση του τοιχώματος, που είχε συμβεί στα 1938, ενώ δεν υπήρχε κανένας αναλημματικός τοίχος.
Η βρετανική ομάδα της SOE ευελπιστούσε ότι οι εκρήξεις της μαγνητικής νάρκης και των βομβών βυθού θα προκαλούσαν την ολοσχερή κατάρρευση της κατακόρυφης όχθης και τα συντρίμμια θα έφραζαν το κανάλι Ο Κάμπερλετζ χρησιμοποιώντας ένα τσεκούρι έσπασε τον πυθμένα της βάρκας «Κορίνθους», η οποία βυθίστηκε αργά φορτωμένη με τις 8 βόμβες βυθού και εξαφανίστηκε κάτω από την υδάτινη επιφάνεια. Γύρω στα 60 μέτρα μακρύτερα ποντίστηκε και η μαγνητική νάρκη.
Στη νάρκη και στις βόμβες βυθού είχαν προσαρμοστεί εκρηκτικές γομώσεις με πυροκροτητές επταήμερης χρονοκαθυστέρησης, οι οποίοι ρυθμίστηκαν να εκραγούν την Πέμπτη 1η Μαΐου 1941. Φθάνοντας στο Καλαμάκι, ο Κάμπερλεγκε πλήρωσε τα διόδια της διώρυγας και πληροφόρησε τους Έλληνες υπάλληλους ότι είχε ανακληθεί ξαφνικά, γυρίζοντας στον Πειραιά χωρίς να δημιουργήσει καμία υποψία. Κατόπιν έσπευσε να ενημερώσει τον Υποναύαρχο Μπέιλι–Γκρόχμαν ότι η επιχείρηση στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία.
Ωστόσο, για έναν αδιευκρίνιστο λόγο, τόσο η νάρκη, όσο και οι βόμβες βυθού δεν εξερράγησαν, ενώ επίσης είναι άγνωστο πως εντοπίστηκαν από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής και πότε ανασύρθηκαν από την κοίτη του καναλιού. Πάντως, περί τα μέσα Μαΐου 1941 αναφέρεται ότι η διώρυγα ήταν ελεγμένη και έτοιμη προς χρήση.
Στις 5 Μαρτίου του 1943, ο Πλωτάρχης τιθέμενος επικεφαλής μιας ομάδας καταδρομέων της SOE, επιχείρησε για δεύτερη φορά ανεπιτυχώς να ανατινάξει τη διώρυγα της Κορίνθου, στα πλαίσια της Επιχείρησης ΛΟΚΣΜΙΘ (Operation LOCKSMITH).
Ο ίδιος και οι άνδρες του συνελήφθησαν αιχμάλωτοι από τους Γερμανούς στις 30 Απριλίου και κλείστηκαν στις φυλακές Αβέρωφ στην Αθήνα. Αργότερα μεταφέρθηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία και τον Απρίλιο του 1945 εκτελέστηκε με την κατηγορία του σαμποτέρ, παρότι φορούσαν στολές άπαντες στην ομάδα του όταν συνελήφθησαν.
Μεταπολεμικά, τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με τη μετά θάνατον απονομή του παρασήμου του Πολεμικού Σταυρού Γ’ Τάξεως, για τις πολεμικές του υπηρεσίες προς τη χώρα μας.