Μιχάλης Παπαμανωλάκης: Βρήκα κι άλλες μαρτυρίες για τους Ιταλούς που έριξαν οι Γερμανοί στη Διώρυγα Κορίνθου (video)
Νέες μαρτυρίες για τους Ιταλούς που έριξαν οι Γερμανοί μέσα στη Διώρυγα Κορίνθου. Η πρώτη είναι από το βιβλίο του Λευτέρη Μπατσαλιά ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΡΙΝΘΙΑ: Όταν ήρθαν οι Ιταλοί στην Κόρινθο επίταξαν διάφορα κτίρια, συνήθως τα καλύτερα και πιο ευρύχωρα για δική τους χρήση. Μεταξύ των κτιρίων που επίταξαν ήταν και το πιο μεγάλο της Κορίνθου, το κτίριο της Ιερατικής Σχολής, το οποίο ήταν και η κατοικία του Μητροπολίτη Κορινθίας. Οι Ιταλοί μετέτρεψαν το κτίριο αυτό σε νοσοκομείο και το εξόπλισαν με σύγχρονα για την εποχή μηχανήματα.
Μητροπολίτης Κορινθίας ήταν ο Μιχαήλ, τον οποίο οι Ιταλοί δεν τον έδιωξαν από εκεί αλλά τον περιόρισαν σε 2-3 δωμάτια.
Στο «ιταλικό» αυτό νοσοκομείο υπηρετούσε ο περίφημος Κομπς. Ήταν πάντα γελαστός με μας τους εφήβους, λέγαμε αστεία και παίζαμε μπάλα μαζί. Προσπαθούσε να μάθει ελληνικά, αλλά μπέρδευε τις λέξεις με παρόμοιο ήχο και αντί να πει «βροχή» έλεγε «βρακί !» ‘η αντί να πει «Βραχάτι» έλεγε «βρακάκι» και άλλα παρόμοια. Εμείς διασκεδάζαμε αρκετά με αυτές τις ηχητικές παραλλαγές.
Ο Ιταλός αυτός νοσοκόμος ήταν πράγματι ένας κόμης, δηλαδή καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια, όπως μας έλεγαν οι άλλοι συνάδελφοί του. Ο γελαστός αυτός «κόμης» είχε ένα τραγικό τέλος. Όταν αργότερα, το 1943, συνθηκολόγησαν οι Ιταλοί και αφοπλίσθηκαν από τους Γερμανούς, όσοι απ’ αυτούς ακολούθησαν τον Ντούτσε είχαν κάποια ελπίδα να ζήσουν για να συνεχίσουν τον αγώνα εναντίον των συμμάχων μαζί με τους Γερμανούς. Όσοι όμως δεν ήθελαν τον πόλεμο, υπέφεραν τα πάνδεινα σε στρατόπεδα συγκέντρωσης που τους έκλεισαν οι Γερμανοί, όπου εκεί εξοντώθηκαν από την πείνα και τις κακουχίες,
Οι Γερμανοί έριξαν μερικούς Ιταλούς και 4-5 Ελληνίδες που τις είχαν για μαγείρισσες και λαντζιέρες, μέσα στο κανάλι της Κορίνθου. Τους κλείδωσαν μέσα σ΄ ένα βαγόνι και τους έριξαν μαζί μ΄ αυτό από την σιδηροδρομική γέφυρα του ισθμού στη θάλασσα. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Κόμης.
Μετά την κατοχή, το 1946, όταν καθαρίστηκε το κανάλι, βρέθηκαν 50-60 ανθρώπινοι σκελετοί μέσα στα χώματα στο σημείο της πτώσης του βαγονιού. Η δεύτερη μαρτυρία είναι από την ιστοσελίδα agioitheodoroi: Στις 3 Οκτωβρίου του 1944 διαπράχθηκε στον Ισθμό της Κορίνθου, ένα ομαδικό και άκρως ανατριχιαστικό έγκλημα πολέμου.
Οι αποχωρούντες από την Ελλάδα Γερμανοί στρατιώτες σκότωσαν με τον πιο βάρβαρο τρόπο περίπου 300 πρώην συμμάχους τους, ρίχνοντας τους από το γκρεμό μέσα στον ισθμό της Κορίνθου μαζί με τα βαγόνια που ταξίδευαν ως κρατούμενοι, καταστρέφοντας έτσι την διώρυγα που έμεινε κλειστή για χρόνια μέχρι την αποκατάσταση της.
Οι ναζί εγκαταλείποντας πανικόβλητοι την χώρα μετά την ήττα τους ύστερα από την τετράχρονη κατοχή, ήθελαν ανά ισοπεδώσουν τις υποδομές, τα λιμάνια, την εταιρία ηλεκτροφωτισμού, το φράγμα του Μαραθώνα και γενικά να «γονατίσουν» ολόκληρη την Ελλάδα. Παράλληλα βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν και τους Ιταλούς. Η εντολή ήταν να εξοντωθούν όσοι είχαν συλληφθεί.
Σας θυμίζω την αφήγηση του μηχανοδηγού Τάκη Παπαγγελόπουλου, που το 1951 μίλησε στον Νίκο Πολίτη και στην εφημερίδα της Πάτρας «Ημέρα»
«Ήμουν στο Αίγιο εκείνη την ημέρα. Με φωνάξανε να οδηγήσω ένα τρένο με καμιά σαρανταριά βαγόνια. Μέχρι την Κόρινθο, μου ‘πανε. Δεν ήξερα από πού ήρθε. Σε πολλά βαγόνια είχε Ιταλούς αιχμαλώτους. Ήταν πάνω από 250 -ίσως θάταν 270-280. Άλλοι κουβεντιάζανε σιγά-σιγά, άλλοι σιγοτραγουδούσανε. Όταν τους είδα στο σταθμό, στην αρχή δεν ήθελα να πάω, ήμουν κουρασμένος. Είχα μέρες να κοιμηθώ καλά από την πολλή υπηρεσία. Μα δεν υπήρχε άλλος. Οι Γερμανοί που συνοδεύανε το τρένο φαίνονταν βιαστικοί. Όταν ανεβήκαμε στη μηχανή, κάθισαν δύο κοντά μου με τα όπλα στο χέρι. Σ΄ όλο το ταξίδι, λέγανε, λέγανε…Φαίνεται ότι δεν συμφωνούσαν.
Όλο κουβεντιάζανε κι όλο κοιτάζανε ανήσυχα κι από τις δύο μεριές του δρόμου. Κοντά στην Ακράτα με νοήματα μου έδωσαν να καταλάβω ότι η γραμμή σε κάποιο σημείο ήταν χαλασμένη. Εγώ το ήξερα αυτό και πέρασα από κει το τρένο με «βήμα πεζού». Κοντεύαμε να φτάσουμε στην Κόρινθο, όταν μου δώσανε διαταγή να τραβήξω για τον Ισθμό. Γνώριζα ότι η γέφυρα ήταν κομμένη κι άρχισα να σκέφτομαι, τι θέλουν να κάνουν. Αυτοί όλο και με πρόσεχαν περισσότερο. Τα πιστόλια δεν τα έβαλαν στην τσέπη τους. Καμιά φορά, με μισά ελληνικά που ήξερε ο ένας, με μισά ιταλικά που ήξερε ο άλλος και με χειρονομίες με έκαναν να καταλάβω τι «καταστροφή» θέλανε να κάνουν. Μου είπαν να λιγοστέψω την ταχύτητα για να πηδήξουμε κάτω, όταν θα πλησιάζαμε εκεί που ήταν κομμένη η γραμμή και να αφήσουμε το τραίνο να πάει στο γκρεμό. Έτσι και έγινε. Όταν πήδηξα από τη μηχανή, έτρεξα προς τα πίσω. Έκλεισα τα μάτια μου να μην δω την καταστροφή. Άκουσα την κουτρουβάλα που έκαναν τα βαγόνια. Αυτοί οι άνθρωποι, δηλαδή, που ήταν μέσα πήγαν από συγκοπή στον αέρα. Τους Γερμανούς τους έχασα. Άκουσα εκρήξεις, σωστές βροντές. Χώματα να κατρακυλάνε. Έλεγα πως ήρθε η «συντέλεια» του κόσμου… Γύρισα από κει ποδαρόδρομο μέχρι την Πάτρα…».
(Ο μηχανοδηγός, αργότερα, για να ξεπεράσει το σοκ, νοσηλεύτηκε σε νευρολογική κλινική…)