Μυελοειδές Καρκίνωμα Θυρεοειδούς
Το μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς αποτελεί έναν νευροενδοκρινή τύπο καρκίνου του θυρεοειδούς αδένα.
Η ουσιαστική διαφορά ανάμεσα στο μυελοειδές καρκίνωμα και τους υπόλοιπους τύπους καρκίνου του θυρεοειδούς έγκειται στο γεγονός πως το μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς προέρχεται από τα κύτταρα C που έχει στο εσωτερικό του ο θυρεοειδής αδένας, ενώ ο καρκίνος θυρεοειδούς (θηλώδης και θυλακιώδης καρκίνος) προέρχεται από τα θυρεοειδικά κύτταρα.
Αποτέλεσμα της διαφορετικής τους προέλευσης είναι και οι διαφορές ανάμεσά τους, όσον αφορά στην πρόγνωση των ασθενών και στην θεραπεία τους.
Μυελοειδές Καρκίνωμα και Καλσιτονίνη
Τα κύτταρα C από τα οποία προέρχεται το μυελοειδές καρκίνωμα παράγουν και εκκρίνουν στο αίμα μία ορμόνη, την καλσιτονίνη, η οποία είναι υπεύθυνη, σε συνδυασμό με την παραθορμόνη, για τη ρύθμιση των επιπέδων του ασβεστίου στο αίμα.
Συνεπώς, οι ασθενείς που πάσχουν από μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς εμφανίζουν πάντοτε αυξημένα επίπεδα καλσιτονίνης στο αίμα, τα οποία συχνά συνδυάζονται με αυξημένα επίπεδα καρκινοεμβρυϊκού αντιγόνου (CEA) αίματος.
Επιπρόσθετα, οι νεότερες επιστημονικές μελέτες έχουν αναδείξει πως τα επίπεδα της καλσιτονίνης στο αίμα των ασθενών με μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς:
- συσχετίζονται απόλυτα με το μέγεθος του μυελοειδούς καρκινώματος και της ύπαρξης μεταστάσεων στους λεμφαδένες του τραχήλου ή μεταστάσεων σε άλλα απομακρυσμένα όργανα
- Αποτελούν χρήσιμο δείκτη για την παρακολούθηση των ασθενών και την έγκαιρη ανίχνευση ενδεχόμενης υποτροπής του μυελοειδούς καρκινώματος θυρεοειδούς.
Ποια συμπτώματα προκαλεί το μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς;
Η πλειοψηφία των ασθενών δεν παρουσιάζει κάποιο ειδικό σύμπτωμα, γεγονός που εξηγεί την καθυστερημένη, συνήθως, διάγνωση του μυελοειδούς καρκινώματος.
Ωστόσο, κάποιοι ασθενείς ενδέχεται να εμφανίσουν συμπτώματα, όπως:
- Παρουσία ενός ή περισσότερων σκληρών όζων του θυρεοειδούς αδένα
- Παρουσία σκληρών και αμετακίνητων λεμφαδένων του τραχήλου
- Βραχνάδα της φωνής, που αποδίδεται στη διήθηση του σύστοιχου παλίνδρομου λαρυγγικού νεύρου
- Πόνους στα οστά, οφειλόμενα σε μεταστάσεις του μυελοειδούς καρκινώματος στα οστά.
Πως τίθεται η διάγνωση;
Η διάγνωση για το μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς καθίσταται προφανής με την ανεύρεση στο αίμα υψηλών επιπέδων καλσιτονίνης, όπως επίσης και με την ανεύρεση στο υπερηχογράφημα θυρεοειδούς κάποιου ύποπτου όζου του θυρεοειδούς αδένα.
Η επιβεβαίωση της διάγνωσης, ωστόσο, θα προέλθει από την παρακέντηση του ύποπτου αυτού όζου ή των ύποπτων λεμφαδένων του τραχήλου και την κυτταρολογική εξέταση ή την μέτρηση των επιπέδων καλσιτονίνης στο έκπλυμα της παρακέντησης του όζου ή του ύποπτου λεμφαδένα.
Ταυτόχρονα, οι ασθενείς που έχουν διαγνωσθεί με μυελοειδές καρκίνωμα και φέρουν γενετικές μεταλλάξεις στο ογκογονίδιο RET, θα πρέπει να υποβληθούν σε συμπληρωματικό έλεγχο για τη διάγνωση πιθανών συνυπαρχουσών παθήσεων, όπως ο πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός ή το φαιοχρωμοκύττωμα.
Ποια είναι η θεραπεία για το μυελοειδές καρκίνωμα;
Η θεραπεία για το μυελοειδές καρκίνωμα είναι κατά κύριο λόγο χειρουργική και συνίσταται στην ολική αφαίρεση του θυρεοειδούς αδένα (ολική θυρεοειδεκτομή) καθώς και των λεμφαδένων του κεντρικού διαμερίσματος του τραχήλου (λεμφαδενικός καθαρισμός τραχήλου), διότι οι κεντρικοί τραχηλικοί λεμφαδένες εμφανίζουν εξαιρετικά συχνά μεταστάσεις από το μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς.
Στους ασθενείς που έχουν σύγχρονες μεταστάσεις στους πλάγιους λεμφαδένες του τραχήλου, η αφαίρεση των λεμφαδένων αυτών (πλάγιος λεμφαδενικός καθαρισμός τραχήλου) εξασφαλίζει την πλήρη εξαίρεση της νόσου και την οριστική ίαση των ασθενών.
Υποτροπή του Μυελοειδούς Καρκινώματος Θυρεοειδούς
Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που το μυελοειδές καρκίνωμα θυρεοειδούς παρουσιάζει υποτροπή (επανεμφάνιση) μετά την παρέλευση άλλοτε άλλου χρονικού διαστήματος από τη χειρουργική θεραπεία του.
Η έγκαιρη ανίχνευση της υποτροπής μπορεί να διαγνωσθεί μέσω:
- Της αύξησης των επιπέδων καλσιτονίνης ή και του καρκινοεμβρυϊκού αντιγόνου στο αίμα (βιοχημικά), ή/και
- Της ανεύρεσης μεταστάσεων του μυελοειδούς καρκινώματος στους λεμφαδένες του τραχήλου ή σε άλλα όργανα.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της υποτροπής εξατομικεύεται σε κάθε ασθενή μεμονωμένα, λαμβάνοντας υπόψιν πολλαπλούς παράγοντες, με κυριότερους:
- Τα επίπεδα της καλσιτονίνης στο αίμα μετά τη χειρουργική θεραπεία
- Τον χρόνο διπλασιασμού των επιπέδων της καλσιτονίνης στο αίμα
- Την ακριβή εντόπιση της νόσου.
Κωνσταντίνος Αποστόλου, MD, MSc, PhD
Γενικός Χειρουργός – Εξειδικευμένος Χειρουργός Θυρεοειδούς και Παραθυρεοειδών Αδένων
Email: info@drapostolou.gr, konstantinos.apostolou@gmail.com
Τηλέφωνο Επικοινωνίας: 2107709910, 6940167070