Το έγκλημα της αθλητικής βίας
Γράφει ο Βασίλης Λουζιώτης
Άρθρο 41ΣΤ παρ. 1 περ. α΄ του ν.2725/1999
Η ανάγκη αντιμετώπισης της αθλητικής βίας εντοπίζεται για πρώτη φορά στο τέλος του 19ου αιώνα και αποκτά μεγάλες διαστάσεις εμφανιζόμενη ως οργανωμένη από το 1960 και μετά, ειδικότερα στην Αγγλία. Η αθλητική βια έχρηζε και χρήζει νομοθετικής παρέμβασης για την πρόληψη και καταστολή της.Φαινόμενα οργανωμένης οπαδικής βίας δεν άφησαν αδιάφορο τον Έλληνα νομοθέτη, ο οποίος το 1999, θεσμοθέτησε τον πρώτο νόμο για την αθλητική βία υπ’αριθμ. 2725/1999 με τίτλο “Αδικήματα βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις.Η ειδική αυτή νομοθεσία εμπεριέχει τόσο ποινικές,όσο και διοικητικού χαρακτήρα διατάξεις.Σημαντικότερη ποινική διάταξη είναι το άρθρο 41ΣΤ, το οποίο έχει υποστεί ουκ ολίγες τροποποιήσεις ως προς τις δικονομικές και ως προς τις ουσιαστικές του διατάξεις.Μέχρι σήμερα, ο νομοθέτης έχει παρέμβει στην εν λόγω διάταξη οκτώ φορές, με τους ν. 3057/2002, ν. 3207/2003, ν. 3262/2004, ν. 3708/2008, ν. 4049/2012, ν. 4326/2015, ν. 4603/2019, και ν. 4639/2019 2.
Το προστατευόμενο έννομο αγαθό
Στο άρθρο 41ΣΤ του ν.2727/1999, τυποποιούνται, ως εγκλήματα, προσβολές του εννόμου αγαθού της αθλητικής δημόσιας τάξης, ως ειδικότερη μορφή της «κατάστασης ευταξίας» και «κοινωνικής ηρεμίας» στους χώρους που διεξάγονται αθλητικές συναντήσεις. Η έννοια της δημόσιας τάξης, γενικότερα, όπως αυτή περιγράφεται στο ΣΤ’ κεφάλαιο του ΠΚ, ερμηνεύεται ως η «εμπειρικά αντιληπτή από τις αισθήσεις ευταξία ορισμένου κοινωνικού χώρου» και ως η «ειρηνική και ήρεμη συνύπαρξη των πολιτών υπό την κυριαρχία του κράτους και του δικαίου», την οποία απολαμβάνουν όλα τα μέλη του κοινωνικού συνόλου. Η αθλητική δημόσια τάξη συνίσταται «στην ομαλή διεξαγωγή των αθλητικών δραστηριοτήτων, ως ειδικότερη μορφή της δημόσιας τάξης». Το προστατευόμενο έννομο αγαθό των ποινικών διατάξεων που μας απασχολούν έχει διττό περιεχόμενο. Απ’ την μία πλευρά, αφορά την «κατάστασης κοινωνικής ηρεμίας και ευταξίας» στους αγωνιστικούς χώρους και στις κερκίδες (αντικειμενική διάσταση), ενώ ταυτόχρονα, προσανατολίζει την συμπεριφορά των συμμετεχόντων στο αθλητικό γεγονός στις επιταγές των νόμων (υποκειμενική διάσταση).Η διασάλευση του κλίματος ομαλής διεξαγωγής αθλητικών δρώμενων δεν θέτει, επομένως, σε κίνδυνο μόνο ατομικά έννομα αγαθά, όπως για παράδειγμα αυτά που προβλέπονται στο άρθρο 41ΣΤ παρ. 4 του ν. 2725/1999 (π.χ. σωματική ακεραιότητα, περιουσία), αλλά πλήττει την κοινωνική ευταξία και στρέφεται και κατά του συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος στην συμμετοχή στα αθλητικά γεγονότα, ως ειδικότερη έκφανση συμμετοχής στην πολιτιστική ζωή της χώρας, με περαιτέρω δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις για τους εμπλεκόμενους αθλητικούς φορείς.
Παρ 1 του ν.2725/1999
Τοπικό και χρονικό κριτήριο
Στη παράγραφο 1 τυποποιείται ένα βασικό,κοινό, υπαλλακτικώς μικτό-πολύτροπο έγκλημα,όπου περιγράφονται συμπεριφορές με κοινό σημείο αναφοράς τις αθλητικές εγκαταστάσεις και την διεξαγωγή των αθλητικών εκδηλώσεων. οι πράξεις αθλητικής βίας με αφορμή αθλητικές εκδηλώσεις χαρακτηρίζονται από δύο βασικά στοιχεία,ένα τοπικό και ένα χρονικό. Αρχικά, πρέπει να λαμβάνουν χώρα αδικήματα βίας μέσα σε αθλητικές σε εγκαταστάσεις,(δηλαδή σε χώρους που προορίζονται για να γίνει αθλητική δραστηριότητα) ή στο χώρο που έχει άμεση τοπική ενότητα ή στις βοηθητικές εγκαταστάσεις ή στους χώρους προσέλευσης και στάθμευσης.Οι χώροι των βοηθητικών εγκαταστάσεων, προσέλευσης και στάθμευσης, αποτελούν κριτήριο εφαρμογής της διάταξης ακόμη και αν δεν έχουν άμεση τοπική εγγύτητα με το χώρο της αθλητικής εκδήλωσης. Ειδάλλως, θα ήταν ανούσια και η παράθεσή τους από τον νομοθέτη.
Περαιτέρω, οι πράξεις αυτές πρέπει να γίνονται κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης. Η χρονική οριοθέτηση μιας αθλητικής εκδήλωσης (έναρξη και λήξη) εξαρτάται από τους κανονισμούς του κάθε αγωνίσματος. Κατά κανόνα, μια αθλητική εκδήλωση αρχίζει, όταν ο διαιτητής του αγώνα (ή ο εκάστοτε υπεύθυνος) σηματοδοτεί την έναρξη αυτού με τον προβλεπόμενο στους οικείους κανονισμούς τρόπο. Όσον αφορά την λήξη, πρέπει να γίνει η εξής διάκριση: Στην περίπτωση που καθορίζεται χρονικά, από τον κανονισμό του συγκεκριμένου αθλήματος, η διάρκειά του, ο αγώνας ολοκληρώνεται μετά το πέρας του προκαθορισμένου χρονικού διαστήματος (π.χ. αγώνας καλαθοσφαίρισης), ενώ όταν το αγώνισμα επιτρέπεται να φτάσει στο τέλος του με την ανάδειξη του νικητή (π.χ. στα πλαίσια αγωνισμάτων που διεξάγονται σε ρινγκ), αυτή αποτελεί το χρονικό σημείο λήξης του.Κατά τη κρατούσα άποψη κομμάτι της διάρκειας του αγώνα αποτελούν και οι προγραμματισμένες διακοπές του για την ανάπαυση των αθλητών,αλλά και οι απρόοπτες,αφού η περάτωση του αγώνα εκκρεμεί και το αθλητικό δρώμενο αναμένεται να ξεκινήσει ξανά και να ολοκληρωθεί.Η έννοια της “διάρκειας”της αθλητικής εκδήλωσης πρέπει να ερμηνεύεται στενά και να μην περιλαμβάνει χρονικά σημεία που προηγούνται της έναρξης του αγώνα ή έπονται αυτού(π.χ. προσέλευση αθλητών ή δηλώσεις μετά το πέρας της αναμέτρησης.Αυτό προκύπτει και εξ αντιδιαστολής από την παρ.2 του άρθρου 41ΣΤ,στην οποία οι αξιόποινες πράξεις εκτείνονται και στο χρονικό σημείο αμέσως πριν και αμέσως μετά την αθλητική συνάντηση.
Οι κατ ιδίαν πράξεις αθλητικής βίας
α) ρίχνει προς τον αγωνιστικό χώρο ή εναντίον άλλου οποιοδήποτε αντικείμενο, που μπορεί να προκαλέσει έστω και ελαφρά σωματική βλάβη
Στην παρ. 1 περ. α΄του άρθρου 41ΣΤ του ν.2725/1999 ποινικοποιείται η ρίψη αντικειμένων που είναι πρόσφορα λόγω του είδους τους να προκαλέσουν έστω μια ελαφριά σωματική βλάβη υπό την έννοια του άρθρου 308παρ.1 εδ.β’ ΠΚ.Το πότε ένα αντικείμενο έχει αυτή τη προσφορότητα είναι ζήτημα πραγματικό. Στην πράξη ακόμα και ένα μικρό κέρμα ή ένα χαρτί τουαλέτας μπορεί να προκαλέσει μια ελαφρά βλάβη της μορφικής ακεραιότητας,όπως ένα σκίσιμο στο πρόσωπο. Εξάλλου σημασία έχει η διατάραξη της ομαλής διεξαγωγής,η οποία μπορεί να προκληθεί και από ένα ακίνδυνο για την υγεία χτύπημα. Από τη διατύπωση της διάταξης εξάλλου προκύπτει, ότι για να στοιχειοθετηθεί έγκλημα αρκεί η ρίψη του αντικειμένου ανεξαρτήτως από το εάν πέτυχε ή δεν πέτυχε τον στόχο του.Μάλιστα έχει κριθεί σε πρόσφατη καταδικαστική απόφαση,οτι,για να φέρει αυτή την απαιτούμενη αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζεται με ακρίβεια ο τρόπος που θα μπορούσε να προκληθεί η βλάβη,αλλά αρκεί η προσφορότητα του χτυπήματος με βάση έστω έναν πιθανό τρόπο πρόκλησης.
, β) βιαιοπραγεί κατά άλλου, ανεξάρτητα εάν από τη βιαιοπραγία επήλθε σωματική βλάβη, ή εκτοξεύει απειλές κατά προσώπου, το οποίο σύμφωνα με τους κανονισμούς της οικείας αθλητικής ομοσπονδίας αναγράφεται στο φύλλο αγώνα
Στη περίπτωση β’ του ν.2725/199 τυποποιείται η αθλητική βιαιοπραγία.Η βιαιοπραγία αυτή ταυτίζεται με τη βιαιοπραγία του άρθρο 167 ΠΚ και καταλαμβάνει «παράνομες ενέργειες στο σώμα άλλου που τείνουν είτε σε κακοποίηση ή χωρίς τέτοιο σκοπό»Ο όρος βιαιοπραγία υποδηλώνει ότι η «βία δεν ασκείται προς τι, άλλα πράττεται», αποτελεί δηλαδή αυτοσκοπό. Αυτή είναι και η διαφορά του με τον όρο «βία» που χρησιμοποιείται επίσης στον ΠΚ (π.χ. άρθρο 330), αφού ο τελευταίος αυτός όρος έχει την έννοια του μέσου προς σκοπό, οδηγεί δηλαδή πάντοτε σε μία μορφή εξαναγκασμού.Έτσι, βιαιοπραγία μπορεί να θεωρηθεί και μια σφαλιάρα,μια πίεση της παλάμης στο πρόσωπο και ένα σπρώξιμο.Η ίδια διάταξη ορίζει ρητά πως το έγκλημα συντελείται ανεξαρτήτως βλάβης.
Ακόμα, ως τρόπος τέλεσης προβλέπεται και η εκτόξευση απειλών κατά προσώπου,το οποίο αναγράφεται στο φύλλο αγώνα (ποδοσφαιριστής, προπονητής, διαιτητής κ.λπ). Η απειλή έχει την έννοια του άρθρου 333 ΠΚ, δηλαδή πρόκληση τρόμου ή ανησυχίας με απειλή βίας ή παράνομης πράξης.Η αναγραφή προσώπου στό φύλλο αγώνα αποτελεί εξωτερικό όρο του αξιοποίνου,αφού βρίσκεται έξω από τη περιγραφή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος και κατ’ επέκταση, δεν καλύπτεται από τον δόλο ή την αμέλεια του δράστη, αλλά εφόσον δεν λαμβάνει χώρα, δεν θεμελιώνεται και το αξιόποινο της πράξης.
γ) κατέχει ή χρησιμοποιεί αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες, δ) κατέχει ή χρησιμοποιεί βεγγαλικά, καπνογόνα, κροτίδες και γενικά εύφλεκτες ύλες”.
Στην περ. γ΄ ποινικοποιείται η κατοχή και (διαζευκτικά) η χρήση αντικειμένων που μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες κατά τη διάρκεια αθλητικής εκδήλωσης.Η έννοια των αντικειμένων πρέπει να ερμηνεύεται στενά λόγω της πληθώρας αντικειμένων που είναι γενικώς πρόσφορα να προκαλέσουν σωματική βλάβη, ώστε να καλύπτονται περιπτώσεις αντικειμένων που δύνανται κατά προορισμό (κριτήριο συσταλτικής ερμηνείας) να προκαλέσουν βλάβη, τα οποία να μην έχουν θέση σε μια αθλητική συνάντηση.Συνήθως τα αντικείμενα αυτά ταυτίζονται με αυτά που απαγορεύουν να εισέρχονται στα γήπεδα από τους κανονισμούς των γηπέδων και αναγράφονται στην είσοδο των γηπέδων.Η κατοχή των αντικειμένων έχει την έννοια της φυσικής εξουσίασης πάνω στο πράγμα και την ένταξη του στη πρώτη σφαίρα κατοχής του ατόμου,ώστε να υπάρχει άμεση τοπική σχέση κατόχου και αντικειμένου.Υποστηρίζεται, βεβαία, πως για την θεμελίωση του εγκλήματος αρκεί και η ύπαρξη του αντικειμένου στη δεύτερη σφαίρα κατοχής(π.χ. πορτ μπαγκάζ αυτοκινήτου στο πάρκινγκ του γηπέδου) με τη σκέψη, ότι οι πράξεις αθλητικής βίας μπορούν να διεξαχθούν και σε βοηθητικούς χώρους του γηπέδου και χώρους στάθμευσης.
Τέλος, στη περίπτωση δ’ εξειδικεύεται η κατοχή των αντικειμένων της περίπτωσης δ’. Ο νομοθέτης, έκρινε, εν προκειμένω, σκόπιμο να αναφέρει κάποια από τα αντικείμενα που μπορούν να προκαλέσουν σωματικές βλάβες σε μία αθλητική συνάντηση (βεγγαλικά, καπνογόνα, κροτίδες και γενικά εύφλεκτες ύλες).Η εξειδίκευση αυτή “φωτογραφίζει” λίγο ή πολύ τα αντικείμενα που φέρει συνήθως ο μέσος οπαδός στην Ελλάδα και που η χρήση τους τείνει να νομιμοποιηθεί εθιμικα.
Υποκειμενική υπόσταση και ποινές
Για όλα τα παραπάνω εγκλήματα σε υποκειμενικό επίπεδο απαιτείται δόλος, οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης, αρκούντως και ενδεχόμενου(26 εδ. α΄ και 27 παρ. 2 εδ. α΄ ΠΚ εξ αντιδιαστολής).Όταν, ωστόσο, δεν υπάρχει γνωστική και βουλητική κάλυψη έστω και σε ένα μόνο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, η υποκειμενική υπόσταση δεν θεμελιώνεται και συνεπώς δεν υπάρχει το αντίστοιχο έγκλημα.Για την ολοκληρωμένη τέλεση του εγκλήματος απειλείται στο νόμο ποινή φυλάκισης από 10 μέρες έως 2 έτη σωρευτικά με χρηματική ποινή,ενώ η διάταξη περιλαμβάνει ρήτρα επικουρικότητας με την οποία εκφράζεται η βούληση του νομοθέτη να τιμωρείται η πράξη μόνο όταν δεν τιμωρείται βαρύτερα από άλλη διάταξη.
Ο Βασίλης Λουζιώτης με καταγωγή από την Κόρινθο είναι τεταρτοετής φοιτητής της Νομικής σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.Κατα τη διάρκεια των σπουδών του έχει παρακολουθήσει πλήθος επιστημονικών συνεδρίων και έχει πάρει μέρος σε προσομοιώσεις διεθνών οργανισμών και Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης.Αρθρογραφεί για το site μας από τις 9/5/2020 με κύριο αντικείμενο μεταξύ άλλων θέματα του ποινικού δικαίου.Μέσα από την αρθρογραφία προσδοκά την ανταλλαγή απόψεων και τη γόνιμη συζήτηση.