Πα. Απρ 19th, 2024

Μικροί θησαυροί του 3000 π.Χ. στο Χιλιομόδι

Κοινοποίηση ειδήσεων

Στην Τενέα, αρχαία πόλη των Κορινθίων χτισμένη κοντά στο σημερινό χωριό Χιλιομόδι, βρέθηκαν στοιχεία που φανερώνουν ότι η περιοχή κατοικείτο ήδη από το 3000 π.Χ. ή την πρωτοελλαδική περίοδο. Σύμφωνα με την ιστορία της Τενέας, που είναι αποτυπωμένη κυρίως στη μυθολογία για τα χρόνια εκείνα, οι πρώτοι κάτοικοί της ήταν Τρώες αιχμάλωτοι που έφερε εκεί ο Αγαμέμονας για να χτίσουν δική τους πόλη. Όμως η ανασκαφή φανερώνει ότι εκεί ζούσαν άνθρωποι πολύ πριν από τον Τρωικό πόλεμο.

Το σημαντικότερο (χρονικά) εύρημα ήταν ο αποθέτης (υπόγεια αποθήκη τρόπον τινά) της 3ης χιλιετίας σε απόσταση λίγων δεκάδων μέτρων από τα ρωμαϊκά λουτρά, που ήταν και το αρχικό αντικείμενο της ανασκαφής. Βρέθηκαν στον αποθέτη και σε άλλα σημεία πολλά αντικείμενα της πρωτοελλαδικής περιόδου, όμως είναι άγνωστο αν ανήκαν στην πρώτη, δεύτερη η τρίτη πρωτοελλαδική περίοδο, καθώς η πρώτη απλώνεται από το 2000 π.Χ. μέχρι το 2250, η δεύτερη από 2250 έως το 2750 και η τρίτη από το 2750 μέχρι το 3300 π.Χ.

Η ανασκαφή έφερε στο φως μικρά εργαλεία άγνωστης λειτουργικότητας, αλλά και βαρίδια ή σφοντύλια που χρησιμοποιούνταν στην ύφανση της εποχής εκείνης και στην κατασκευή ρούχων από ίνες. Στην περιοχή αυτή γίνονται από χρόνια ανασκαφές σε ρωμαϊκά λουτρά και αυτές έφεραν στο φως πολλά αντικείμενα της ελληνορωμαϊκής εποχής, όμως η ευχάριστη έκπληξη ήταν ότι βρέθηκαν και αρχαϊκά αντικείμενα. Τα ευρήματα τεκμηριώνουν την ύπαρξη ενός καλά οργανωμένου οικισμού στην περιοχή της Τενέας από την τρίτη χιλιετία π.Χ. (2000 έως 3300 χρόνια πριν). Αυτό εντάσσει την Τενέα για πρώτη φορά στο χάρτη των πρωτοελλαδικών οικισμών της βορειοανατολικής Πελοποννήσου.

Μεταξύ άλλων, βρέθηκε μια ακέραιη κωνική οινοχόη του τέλους του 7ου αι. π.Χ. και ένα τμήμα πήλινου ειδωλίου όρθιας γυναικείας μορφής κλασικών χρόνων. Όσον αφορά στον προϊστορικό αποθέτη ή “κρύπτη” ή αποθήκη, χαρακτηρίζεται κτιστός προϊστορικός (Πρώιμης Εποχής Χαλκού), δηλαδή τοποθετείται γύρω στο 3000 π.Χ.  Εντοπίστηκε βόρεια του ελληνορωμαϊκού λουτρικού συγκροτήματος της περιοχής, σε απόσταση 45μέτρων από αυτό και σε βάθος περίπου δύο μέτρων από την επιφάνεια του εδάφους.

Ήταν καλυμμένος από ένα στρώμα πάχους περίπου δύο μέτρων με αργούς λίθους, δηλαδή μεγάλες πέτρες που δεν έχουν υποστεί επεξεργασία, αλλά και με σωρευμένα κεραμικά. Τα εσωτερικά τοιχώματα αυτής της υπόγειας κατασκευής είχαν κι αυτά αργούς λίθους μεγάλου μεγέθους, τοποθετημένους όμως με τέτοιο τρόπο που να μην αποτελούν απλώς προστατευτικό τοίχωμα, αλλά να λειτουργούν και ως σκάλα για να ανεβοκατεβαίνουν οι άνθρωποι και να παίρνουν ό,τι είχαν φυλαγμένο εκεί.

Σημαντικά ευρήματα

Το σχήμα του αποθέτη είναι ελλειψοειδές με διαστάσεις αξόνων 3,30μ. Χ 3,10μ. και το βάθος του, κάτω από το στρώμα επικάλυψης, φτάνει στα 6.80μ. Ο αποθέτης στενεύει σταδιακά έως το “δάπεδό” του, φτάνοντας να έχει τελικές διαστάσεις περίπου μισού μέτρου. Στον αποθέτη βρέθηκαν ειδώλια κριαριών της πρωτοελλαδικής περιόδου και ανθρωπόμορφα ειδώλια.

Επίσης βρέθηκαν αποθηκευτικά αγγεία με αποτύπωμα ψάθας και μία βάση με αποτύπωμα φύλλων, τμήματα από πήλινες εστίες με εγχάρακτη διακόσμηση, τμήματα πιθανόν από φορητές πήλινες τράπεζες προσφορών με σπειροειδή και εγχάρακτη διακόσμηση, πόδια τριποδικών αγγείων, πρόχοι (αγγεία με στενό στόμιο), πολυάριθμα θραύσματα ανοιχτών αγγείων, φιάλες με μαύρο και ερυθρό επίχρισμα, φιάλες με πόδι και φιάλες με δακτυλιόσχημη ή επίπεδη βάση, κομβιόσχημες (σαν μαστούς) λαβές και λαβές με εγχάρακτη διακόσμηση και τμήματα πίθων με ανάγλυφη σχοινοειδή διακόσμηση.

Επιπλέον, ήλθαν στο φως τμήματα από κύμβες (σαλτσιέρες), αρύταινες (κουτάλες) και πινάκια και τμήμα λίθινου σκεύους. Σημαντικός είναι και ο εντοπισμός μεγάλης ποσότητας σφονδυλίων, καθώς και πυρήνων, λεπίδων και απολεπισμάτων από οψιανό, καθώς και λειασμένων εργαλείων. Ο οψιανός ή οψιδιανός, είναι ηφαιστειογενές πέτρωμα, και καθώς ήταν κοφτερός σαν γυαλί, χρησιμοποιείτο για κοφτερά εργαλεία.

Ευρήματα από την ελληνορωμαϊκή εποχή

Όμως ενδιαφέρον έχουν και τα ευρήματα από την ελληνορωμαϊκή εποχή. Εξάλλου η ανασκαφή άρχισε και συνεχίζεται για τα ρωμαϊκά λουτρά της περιοχής. Όσον αφορά σε αυτά, εντοπίστηκε υπερυψωμένο δάπεδο από πήλινες πλάκες και κτιστοί αγωγοί επενδυμένοι με πήλινες πλάκες και κεράμους, που εξυπηρετούσαν στην απορροή των λυμάτων.

Πίσω από την αψίδα ενός λουτρού, αποκαλύφθηκαν οι βεσπασιανές, δηλαδή οι τουαλέτες, των λουτρών. Στον χώρο βρέθηκαν οκτώ νομίσματα, εκ των οποίων το ένα χρονολογείται στα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. με αρχές του 3ου αι. μ.Χ. και τα υπόλοιπα στα τέλη 4ου αι. μ.Χ. με αρχές 5ου αι. μ.Χ., καθώς και ευρήματα ρωμαϊκών χρόνων, όπως χάλκινο δαχτυλίδι, οστέινη περόνη, λύχνοι και μαρμάρινος κιονίσκος.

Εν συνεχεία, στα βόρεια των θερμών λουτρών της ελληνορωμαϊκής εποχής, ανασκάφηκε το τρίτο praefurnium (φούρνος) των λουτρών για το ζέσταμα του νερού και τους ατμούς, όπου αποθηκευόταν κυρίως ξυλεία για τη λειτουργία του φούρνου. Εκεί οι αρχαιολόγοι βρήκαν έκπληκτοι αρχιτεκτονικά κομμάτια της αρχαϊκής περιόδου, έναν ηγεμόνα καλυπτήρα και μια επιζωγραφισμένη σίμη με πλοχμοειδή διακόσμηση (πλοχμοειδή χαρακτηρίζονται όσα σχέδια ή ανάγλυφα αναπαριστούν πλεξούδα).  

Η σίμη είναι η εξωτερική απόληξη μιας στέγης, τρόπον τινά το χείλος των κεράμων που λειτουργούσαν ουσιαστικά σαν ένας ανοικτός αγωγός ο οποίος συγκέντρωνε και απομάκρυνε τα νερά της βροχής από τη στέγη του κτηρίου. Η σίμη είχε συχνά πλούσιο γραπτό και γλυπτό διάκοσμο. Οι ηγεμόνες καλυπτήρες ήταν επιμήκη κεραμωτά που ήταν στην πρώτη σειρά της στέγης.

Τα λουτρά της Τενέας

Τα δημόσιου χαρακτήρα λουτρά της Τενέας φαίνεται πως θεμελιώθηκαν λίγο πριν τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. και στη συνέχεια ακολούθησαν δύο νέες οικοδομικές φάσεις, μία στον 4ο αι. μ.Χ. και μία στον 5ο αι. μ.Χ., κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκαν παρεμβάσεις, επισκευές και επεκτάσεις.

Ανατολικά του λουτρού συνεχίστηκε η διερεύνηση των χώρων εμπορικής δραστηριότητας και διαπιστώθηκε πως επεκτείνονται τόσο στα βόρεια, όσο και στα νότια, δημιουργώντας οικοδομικές νησίδες που οριοθετούνται από οδούς και παρόδους. Συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν έξι νέα δωμάτια, που φαίνεται ότι έφεραν στέγαση, διαστάσεων κατά μέσο όρο 7μ. Χ 5μ. με μεσοτοιχίες και θυραία ανοίγματα. Η ανασκαφή των παραπάνω χώρων βοήθησε σημαντικά στη χαρτογράφηση του αστικού ιστού της πόλης, ο οποίος διαμορφώνεται διαρκώς με μεγαλύτερη σαφήνεια.

Στο εσωτερικό τους βρέθηκαν αντικείμενα εμπορικής δραστηριότητας (κεραμική ρωμαϊκής περιόδου χρηστικών αγγείων, γυάλινα και κεραμικά αγγεία κοσμετολογίας, περόνες, λύχνοι κ.α.), λάκκοι αποθήκευσης προϊόντων και 179 νομίσματα που χρονολογούνται από τα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. μέχρι τα μέσα του 6ου αι. μ.Χ.

Η συνέχεια της ανασκαφής στο δωμάτιο, όπου εντοπίστηκαν το 2020 ο θησαυρός των 30 χρυσών νομισμάτων των αυτοκρατόρων Μαρκιανού, Ιουστίνου Α΄ και Ιουστινιανού, απέδωσε πάνω από 120 νέα νομίσματα, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό νομισμάτων σε 202, γεγονός που υποδηλώνει την έντονη οικονομική δραστηριότητα που συντελούνταν στο συγκεκριμένο χώρο. Στο ίδιο δωμάτιο, σε χαμηλότερο βάθος αποκαλύφθηκε πρωιμότερο κτίριο των ύστερων ελληνιστικών χρόνων. Επιπλέον, ανασκάφηκαν δύο νέα κτίρια και εκεί στα ευρήματα των συγκεκριμένων χώρων ξεχωρίζει ένας σφραγιδόλιθος από καρνεόλη, όπου εικονίζεται προτομή νεαρού άνδρα.

www.slpress.gr