Ευκολία στην επιβολή φόρων, απροθυμία στην περικοπή του δημοσίου
Το ότι την τελευταία τριετία έγιναν ξεκάθαρες επιλογές δημοσιονομικής σταθεροποίησης μέσω της αύξησης της φορολογίας αποδεικνύεται “πέραν πάσης αμφιβολίας” από τα επίσημα στοιχεία εκτέλεσης του κρατικού προϋπολογισμού που εκδίδει το υπουργείο Οικονομικών.
Του Σπύρου Δημητρέλη
Ας τα δούμε αναλυτικά. Τα φορολογικά έσοδα το 2014 ανέρχονταν συνολικά στα 44,240 δισ. ευρώ. Το 2017 ανήλθαν στα 47,564 δισ. ευρώ, δηλαδή αυξήθηκαν κατά 3,32 δισ. ευρώ. Δηλαδή τα φορολογικά έσοδα αυξήθηκαν κατά περίπου 7,5%. Μάλιστα, η αύξηση αυτή έγινε σε μια οικονομία που από το 2014 έως και το 2017 είχε δυο χρονιές στασιμότητας (2015, 2016) και το 2017 επανήλθε σε ανάπτυξη με ρυθμό 1,4%. Τι έγινε ακριβώς; Επιβλήθηκαν περισσότεροι από 20 νέοι φόροι σε όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας (καύσιμα, ποτά, τσιγάρα, ηλεκτρονικά τσιγάρα, εισοδήματα, επιχειρήσεις κ.ο.κ).
Ας δούμε τι έγινε την ίδια περίοδο στις κρατικές δαπάνες. Το 2014 το σύνολο των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού ήταν 55,063 δισ. ευρώ. Το 2017 και ενώ η κυβέρνηση πάσχιζε για δημοσιονομική εξυγίανση και πρωτογενή πλεονάσματα, οι κρατικές δαπάνες διαμορφώθηκαν στα 55,69 δισ. ευρώ. Αντί, δηλαδή, να μειωθούν και να συμβάλλουν στη δημοσιονομική εξυγίανσης αυξήθηκαν κατά 627 εκατ. ευρώ. Όσο θα κόστιζε δηλαδή η μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 20% ή η επιστροφή του ΦΠΑ της εστίασης στο 13%.
Το ερώτημα είναι που οδηγεί μεσομακροπρόθεσμα για σταθερή και μόνιμη επιλογή αύξησης φόρων αντί της συγκράτησης των κρατικών δαπανών. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς οικονομολόγος για να το προβλέψει. Βλέπει την βαθμολογία της Ελλάδας στην προσέλκυση επενδύσεων, στο ύψος της ανεργίας και γενικά στη φιλικότητα στο επιχειρείν που δημιουργεί τις θέσεις εργασίας.
Η ουσιαστική επιλογή που ελήφθη από την κυβέρνηση είναι με ποιόν τρόπο θα πετύχαινε τη δημοσιονομική σταθεροποίηση. Πώς δηλαδή θα κατάφερνε να φέρει όσο το δυνατόν πιο κοντά τα φορολογικά έσοδα και τις κρατικές δαπάνες. Δεν υπήρχαν μαγικοί τρόποι, ούτε απαιτούνταν κάποια υψηλής στάθμης επιστημονική εξειδίκευση για να γίνουν αυτές οι επιλογές. Η μια εναλλακτική ήταν να δοθεί έμφαση στην αύξηση των φορολογικών εσόδων με την επιβολή νέων φόρων και η άλλη ήταν να δοθεί έμφαση στην περικοπή των κρατικών δαπανών, δηλαδή του κόστους που έχει στην κοινωνία και την οικονομία η λειτουργία της κρατικής διοίκησης και μηχανής. Η επιλογή αυτή, όπως ειπώθηκε, ελήφθη κατά κύριο λόγο με πολιτικά κριτήρια διότι αν λαμβανόταν με καθαρά τεχνοκρατικά η απόφαση θα ήταν πολύ ευκολότερη. Χοντρικά, έχει μετρηθεί από τους εμπειρογνώμονες διεθνών οικονομικών οργανισμών ότι για να βελτιώσεις τη δημοσιονομική κατάσταση μιας χώρας κατά 1 ευρώ έχεις δυο επιλογές. Είτε να περικόψεις μια κρατική δαπάνη κατά 1,5 ευρώ (το μισό ευρώ της περικοπής χάνεται λόγω του αρνητικού πολλαπλασιαστή στην οικονομική δραστηριότητα από την περικοπή της κρατικής δαπάνης) είτε να βάλει πρόσθετη φορολογία 2 ευρώ (το ένα ευρώ χάνεται και αυτό από την επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας και της αποδεδειγμένης μερικής αποτυχίας είσπραξης των εσόδων από την αύξηση του φόρου). Με άλλα λόγια η προσπάθεια για δημοσιονομική σταθεροποίηση μέσω της επιβολής πρόσθετης φορολογίας όχι μόνο στοιχίζει περισσότερο στην οικονομία αφού προκαλεί μεγαλύτερη επιβράδυνση και φρένο ή και απώλεια θέσεων εργασίας σε σχέση με την περικοπή των κρατικών δαπανών, αλλά είναι και πολύ πιο αργή στο να παράξει αποτέλεσμα.
Το μεγάλο διακύβευμα όμως αφορά στις επιλογές που θα γίνουν τα επόμενα χρόνια. Πού θα διοχετευθεί δηλαδή το προϊόν της, έστω και καθυστερημένης και αναιμικής, επιστροφής στην ανάπτυξη. Σε μειώσεις φόρων για να ανασάνει η οικονομία ή σε αυξήσεις δαπανών που υπονομεύουν μεσομακροπρόθεσμα την πορεία της οικονομίας;