Οι νέες συντάξεις χηρείας – Τι προβλέπει η εγκύκλιος του ΕΦΚΑ
Εγκύκλιο για τη χορήγηση σύνταξης, λόγω θανάτου, εξέδωσε ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), με την οποία περιγράφονται οι αλλαγές που επήλθαν από την έναρξη ισχύος του νέου ασφαλιστικού νόμου και μετά.
Πλέον ανοίγει τυπικά ο δρόμος για την έκδοση οριστικών συντάξεων λόγω θανάτου (συντάξεις χηρείας) με την εξαιρετικά επείγουσα εγκύκλιο του ΕΦΚΑ, με την οποία αποσαφηνίζεται πλήρως το πλαίσιο για τις συγκεκριμένες συντάξεις.
Οι κατώτατες εθνικές συντάξεις χηρείας διαμορφώνονται στα 360 ευρώ για ασφάλιση έως 15 έτη και στα 384 ευρώ από 20 έτη ασφάλισης και άνω.
Επίσης, το ποσοστό της σύνταξης λόγω θανάτου ορίζεται στο 50%, από 70% που ίσχυε μέχρι σήμερα, ενώ αποσαφηνίζονται και τα τρία χρόνια παροχής της σύνταξης σε σχέση με τα 55 έτη ηλικίας της/του χήρας/ου, αλλά και σε σχέση με το μέχρι πότε παρέχεται η σύνταξη και υπό ποιες προϋποθέσεις στα προστατευόμενα τέκνα.
Ελάχιστη διάρκεια γάμου
Καθορίζεται ως ελάχιστη διάρκεια γάμου/συμφώνου συμβίωσης μεταξύ του θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου και του επιζώντος συζύγου/ετέρου μέρους συμφώνου συμβίωσης από τη σύναψή του μέχρι την ημερομηνία θανάτου τα πέντε έτη. Η εν λόγω προϋπόθεση δεν ισχύει στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Ο θάνατος οφείλεται σε ατύχημα που προήλθε πρόδηλα και αναμφισβήτητα εξαιτίας της υπηρεσίας (κατά τις διατάξεις που ισχύουν για τους ασφαλισμένους στους τ. φορείς κοινωνικής ασφάλισης που εντάχθηκαν στον Ε.Φ.Κ.Α., πρόκειται για τις περιπτώσεις ατυχήματος που χαρακτηρίζεται εργατικό) ή σε ανθρωποκτονία.
β) Κατά τη διάρκεια του γάμου γεννήθηκε ή με το γάμο νομιμοποιήθηκε, αναγνωρίστηκε ή υιοθετήθηκε τέκνο.
γ) Η χήρα κατά το χρόνο του θανάτου τελούσε σε κατάσταση εγκυμοσύνης, η οποία δεν διεκόπη και γεννήθηκε ζων τέκνο.
δ) Συντρέχει η περίπτωση ανασύστασης προϋπάρξαντος γάμου. Ο αρχικός και ο εξ ανασυστάσεως γάμος, κατά τη διάρκεια του οποίου απεβίωσε ο σύζυγος, πρέπει να έχουν διαρκέσει συνολικά τουλάχιστον πέντε έτη, ο δε εξ ανασυστάσεως πρέπει να είχε διάρκεια τουλάχιστον έξι μηνών.
Οι δικαιούχοι και η τριετία σε σχέση με το ηλικιακό όριο των 55 ετών
Για τους συζύγους και τα έτερα μέρη του συμφώνου συμβίωσης με τα εξής κριτήρια:
ανάλογα με τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας σε σχέση με την ημερομηνία θανάτου ή κατά τη διάρκεια της χορήγησης της σύνταξης.
Συγκεκριμένα:
Σε περίπτωση που ο θάνατος επήλθε μετά τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του επιζώντος συζύγου, η σύνταξη χορηγείται χωρίς χρονικό περιορισμό εφόσον δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις λήξης του δικαιώματος αυτού, δηλαδή: ¾ λόγω θανάτου του επιζώντος συζύγου, ¾ λόγω σύναψης γάμου ή συμφώνου συμβίωσης εκ μέρους του επιζώντος συζύγου.
Σε περίπτωση που ο θάνατος επήλθε πριν από τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας του επιζώντος συζύγου, η διάρκεια της συνταξιοδότησης ορίζεται σε τρία έτη από την πρώτη του επόμενου του θανάτου μήνα.
Εάν ο/η δικαιούχος συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια της τριετίας αυτής, η καταβολή της σύνταξης διακόπτεται με τη συμπλήρωση της τριετίας από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα και επαναχορηγείται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του/της.
Εάν ο/η δικαιούχος δεν συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του κατά τη διάρκεια αυτής της τριετίας, αλλά κατά τη διάρκειά της:
είτε έχει τέκνο ή τέκνα που υπάγονται στην περίπτωση Β΄ της παρ. 1 του άρθρου 12, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017
είτε ο ίδιος είναι ανίκανος για την άσκηση κάθε βιοποριστικής εργασίας κατά ποσοστό 67% και άνω, η σύνταξη συνεχίζει να καταβάλλεται για όσο χρόνο πληρούνται αυτές οι προϋποθέσεις και, εάν συντρέχει λόγος διακοπής επειδή δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις συνέχισης καταβολής της, επαναχορηγείται με τη συμπλήρωση του 67ου έτους της ηλικίας του επιζώντος συζύγου
Εάν δεν έχει συμπληρωθεί το 55ο έτος της ηλικίας του επιζώντος συζύγου ούτε κατά το θάνατο ούτε κατά τη διάρκεια λήψης της σύνταξης, η σύνταξη χορηγείται μόνο για τρία έτη.
Για τα τέκνα, για όσο χρόνο παραμένουν άγαμα και δεν έχουν συνάψει σύμφωνο συμβίωσης
Μέχρι να συμπληρώσουν το 18ο έτος της ηλικίας τους.
Ή μέχρι να συμπληρώσουν το 24ο έτος της ηλικίας τους, εφόσον και για όσο χρόνο φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες αναγνωρισμένες σχολές του εσωτερικού ή του εξωτερικού ή σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης ή Κέντρα/Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης.
Ή μέχρι να συμπληρώσουν το 24ο έτος της ηλικίας τους εφόσον ο θάνατος επήλθε κατά τη διάρκεια του έτους προετοιμασίας τους για την εισαγωγή σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή.
Ή και μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον κατά το χρόνο θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου: δεν έχουν συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης και είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, και η ανικανότητά τους επήλθε πριν από την συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους.
Υπολογισμός της σύνταξης
Το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου υπολογίζεται επί του ποσού της σύνταξης που δικαιούται ή που έχει δικαιωθεί ο θανών σύζυγος και επιμερίζεται στους δικαιούχους
- Εθνική σύνταξη
α) Η εθνική σύνταξη λόγω θανάτου (απονομή ή μεταβίβαση), υπολογίζεται στη βάση των 40 ετών και δεν εφαρμόζεται το εδ. γ’ της παρ. 2 του άρθρου 7 του Ν. 4387/2016. Στην περίπτωση απονομής σύνταξης λόγω θανάτου για τον υπολογισμό του ποσού της εθνικής σύνταξης εφαρμόζεται το εδάφιο β΄ παρ. 6 του άρθρου 7, δηλαδή, το ποσό της εθνικής σύνταξης βαίνει μειούμενο κατά 2% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών με όριο τα 15 έτη ασφάλισης. Εάν ο χρόνος ασφάλισης υπολείπεται των 15 ετών πλήρους ασφάλισης, χορηγείται ποσό εθνικής σύνταξης 345,60€
β) Εξάλλου, σχετικά με την εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου 7 του Ν. 4387/2016 σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 12 του νόμου αυτού, οι οποίες ορίζουν ότι σε περίπτωση σώρευσης συντάξεων χορηγείται μία εθνική σύνταξη, επισημαίνουμε ότι, σύμφωνα με διευκρίνιση του ΥΠΕΚΑΑ, η διάταξη αναφέρεται στη σώρευση συντάξεων μόνο στην περίπτωση συνταξιοδότησης από ίδιο δικαίωμα λόγω γήρατος ή αναπηρίας, όπως και στην περίπτωση που υπάρχει δικαίωμα στη χορήγηση δύο συντάξεων λόγω θανάτου από 13.5.2016, κατά τις οποίες είναι επιτρεπτό να χορηγηθεί μία εθνική σύνταξη. Αντίθετα, όταν υπάρχει ταυτόχρονα δικαίωμα σε σύνταξη λόγω θανάτου και σε σύνταξη που καταβάλλεται για διαφορετική αιτία (λόγω γήρατος ή αναπηρίας), τα δύο δικαιώματα στην εθνική σύνταξη και ο υπολογισμός του ποσού της αντιμετωπίζονται αυτοτελώς, δηλαδή είναι επιτρεπτό να χορηγηθεί εθνική σύνταξη για κάθε δικαίωμα.
γ) Στην υποπερίπτωση β΄ της παρ. 5 της περίπτωσης Γ΄ του άρθρου 12, όπως συμπληρώθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 234 του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ-94 Α/27-5-2016) ορίζεται ότι «μετά την πάροδο της τριετίας και υπό τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1Α του άρθρου αυτού, αν ο επιζών εργάζεται ή αυτοαπασχολείται ή λαμβάνει σύνταξη από οποιαδήποτε πηγή, καταβάλλεται το 50% της σύνταξης». Εάν, λοιπόν, χορηγούνται περισσότερες της μίας συντάξεις σε σύζυγο/διαζευγμένο/-η (είτε λόγω γήρατος ή αναπηρίας και λόγω θανάτου από 13.5.2016, είτε δύο συντάξεις λόγω θανάτου από 13.5.2016), μετά τη συμπλήρωση τριετίας από την πρώτη του επόμενου του θανάτου μήνα η σύνταξη λόγω θανάτου πρέπει να μειωθεί κατά 50%. Ειδικά στην περίπτωση που χορηγούνται δύο συντάξεις λόγω θανάτου, επειδή, όπως προαναφέρθηκε, καταβάλλεται ποσό εθνικής σύνταξης μόνο στη μία από αυτές, προκειμένου η μείωση να αποβαίνει προς το συμφέρον του συνταξιούχου –ελλείψει δυνατότητας επιλογής από τον ίδιο- είναι θεμιτό η μείωση να υπολογίζεται στη σύνταξη λόγω θανάτου που δεν εμπεριέχει ποσό εθνικής σύνταξης. Ωστόσο, το ποσό της σύνταξης που περικόπτεται επιμερίζεται στα τέκνα που είναι δικαιούχοι σύνταξης λόγω θανάτου σύμφωνα με την παρ. 4 περ. Γ΄ (βλ. παρ. 4α της ενότητας ΙΙ της εγκυκλίου). Επισημαίνεται επίσης ότι εάν ο επιζών σύζυγος, κατά την ημερομηνία θανάτου, είναι ανάπηρος σωματικά ή πνευματικά σε ποσοστό 67% και άνω, λαμβάνει ολόκληρη τη σύνταξη λόγω θανάτου, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η αναπηρία του, ανεξαρτήτως άλλων προϋποθέσεων και δεν μειώνεται μετά τη συμπλήρωση της τριετίας κατά τα ανωτέρω (υποπερ. γ΄ της παρ. 5 της περίπτωσης Γ΄ του άρθρου 12).
δ) Όσον αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 7 του Ν. 4387/2016, σε συνδυασμό με τις διατάξεις της περ. η της παρ. 5 του άρθρου 28 του ΑΝ 1846/1951, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 27 του Ν. 1902/90 και ισχύει με την παρ. 4 του άρθρου 12 του Ν. 1976/1991, προκειμένου για μεταβίβαση σύνταξης λόγω θανάτου στις περιπτώσεις παλαιών ασφαλισμένων, το ΥΠΕΚΑΑ με την κοινοποιούμενη εγκύκλιο με αρ. πρωτ. Φ80000/οικ.58727/74/Δ29.17/29.12.2017 (ΑΔΑ: Ω62Ο465Θ1Ω-ΞΙΕ), διευκρινίζει ότι δεν μειώνεται η εθνική σύνταξη που μεταβιβάζεται λόγω θανάτου συνταξιούχου ο οποίος λάμβανε πλήρες ποσό σύνταξης λόγω αναπηρίας. Και τούτο διότι, με βάση το δίκαιο που ίσχυε κατά το χρόνο έναρξης εφαρμογής του ν.4387/2016, ο συνταξιούχος στην περίπτωση αυτή εξομοιώνονταν ως προς το χορηγούμενο ποσό σύνταξης με τους συνταξιούχους βαριάς αναπηρίας (με ποσοστό τουλάχιστον 80%).
Για παράδειγμα, παλαιός ασφαλισμένος, συνταξιούχος του τ. ΙΚΑ-ΕΤΑΜ πριν από τις 13.5.2016, ο οποίος λάμβανε πλήρες ποσό σύνταξης επειδή είχε πραγματοποιήσει 6.000 ημέρες ασφάλισης και είχε κριθεί ανάπηρος με ποσοστό τουλάχιστον 67%, εφόσον απεβίωσε από 13.5.2016 και μετά, η εθνική σύνταξη που μεταβιβάζεται στους δικαιούχους δεν επηρεάζεται από το ποσοστό αναπηρίας του, επειδή αυτός ο συνταξιούχος είχε εξομοιωθεί με συνταξιούχο βαριάς αναπηρίας.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση παλαιού ασφαλισμένου, συνταξιούχου του τ. ΟΑΕΕ, ο οποίος λάμβανε πλήρη σύνταξη με τη μόνη βαθμίδα αναπηρίας που προέβλεπαν οι καταστατικές διατάξεις του φορέα, δηλαδή με ποσοστό τουλάχιστον 67% (βλ. εγκύκλιο του ΥΠΕΚΑΑ/ΑΔΑ: 7Τ67465Θ1Ω‐ΑΝ9, σελίδα 7). Αντίθετα, στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος καθίσταται συνταξιούχος μετά την 13.5.2016 και κρίνεται από τις Υγειονομικές Επιτροπές με ποσοστό αναπηρίας μικρότερο του 80%, το ποσό της εθνικής σύνταξης μειώνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ. 4 του άρθρου 7 και στην περ. α της παρ. 2 του άρθρου 27 του Ν. 4387/2016. Για παράδειγμα, παλαιός ασφαλισμένος του τ. ΟΑΕΕ, ο οποίος δικαιούται σύνταξη λόγω αναπηρίας με μία βαθμίδα αναπηρίας (67%) καθίσταται συνταξιούχος από 13.5.2016, με ποσοστό αναπηρίας 70%.
Συνεπώς, η εθνική σύνταξη που δικαιούται με βάση τα έτη ασφάλισής του πρέπει να μειωθεί κατά 25% και, σε περίπτωση θανάτου του, να μεταβιβαστεί με τη δεδομένη μείωση.
Τα ανωτέρω ισχύουν για όλους τους ασφαλισμένους, δηλαδή ανεξαρτήτως ημερομηνίας πρώτης ασφάλισης (πριν από ή από 1.1.1993 και μετά). Για τις περιπτώσεις εφαρμογής των Ευρωπαϊκών Κανονισμών και των Διμερών Συμβάσεων Κοινωνικής Ασφάλειας, θα ακολουθήσουν ξεχωριστές οδηγίες από τη Διεύθυνση Διεθνών Ασφαλιστικών Σχέσεων του ΕΦΚΑ.
- Ανώτατο ποσό σύνταξης
Το συνολικό ποσό της κατά μεταβίβαση σύνταξης του επιζώντος συζύγου και των τέκνων σε καμία περίπτωση καταρχήν δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος. Σε περίπτωση που το άθροισμα των ποσοστών των δικαιούχων υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος περιορίζεται ισόποσα μόνο το ποσοστό των τέκνων (παρ. 4, περ. Β΄). Ωστόσο, όταν χορηγείται το κατώτατο όριο σύνταξης λόγω θανάτου σε τουλάχιστον ένα από τα δικαιοδόχα πρόσωπα δεν εφαρμόζονται τα δύο πρώτα εδάφια της περίπτωσης Β΄ της παραγράφου 4 του άρθρου 12 του ν. 4387/2016, δηλαδή το συνολικό ποσό της σύνταξης του επιζώντος συζύγου και των τέκνων είναι επιτρεπτό να υπερβαίνει το ποσό της σύνταξης του θανόντος (εδ. β΄ υποπερ. γ΄ της παρ 2 του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017).
- Κατώτατο ποσό σύνταξης
α) Υποπερίπτωση α΄ της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4499/2017: Το συνολικό ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου, δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού της εθνικής σύνταξης του άρθρου 7 που αντιστοιχεί σε 20 έτη ασφάλισης, δηλαδή των 384,00€. Εάν ο χρόνος ασφάλισης του θανόντος είναι μικρότερος των 20 ετών, το ως άνω ποσό βαίνει μειούμενο κατά 1,25% για κάθε έτος ασφάλισης που υπολείπεται των 20 ετών και μέχρι τη συμπλήρωση 15 ετών ασφάλισης. Για χρόνο ασφάλισης μικρότερο των 15 ετών, το ποσό της σύνταξης λόγω θανάτου του επιζώντος ή/και του διαζευγμένου συζύγου δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των τριακοσίων 360,00€.
Ο χρόνος ασφάλισης που καθορίζει το κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου υπολογίζεται με βάση κάθε πλήρες έτος ασφάλισης που είχε πραγματοποιήσει ο θανών.
Συνεπώς, το κατώτατο ποσό σύνταξης λόγω θανάτου, ανάλογα με το χρόνο ασφάλισης, διαμορφώνεται ως εξής:
Μέχρι και 15 πλήρη έτη ασφάλισης: 360,00€
Μέχρι και 16 πλήρη έτη ασφάλισης: 364,80€
Μέχρι και 17 πλήρη έτη ασφάλισης: 369,60€
Μέχρι και 18 πλήρη έτη ασφάλισης: 374,40€
Μέχρι και 19 πλήρη έτη ασφάλισης: 379,20€
Από 20 πλήρη έτη ασφάλισης και άνω: 384,00€
Όταν χορηγείται σύνταξη λόγω θανάτου μόνο σε σύζυγο ή μόνο σε διαζευγμένο, τα κατώτατα ποσά σύνταξης χορηγούνται αυτοτελώς στο δικαιούχο, ενώ όταν συμμετέχουν στη σύνταξη και τα δύο αυτά πρόσωπα, τα ανωτέρω ποσά επιμερίζονται μεταξύ επιζώντος και διαζευγμένου.