Πε. Απρ 18th, 2024

Tα κομβικά γεγονότα που θεμελίωσαν την σύγχρονη ιστορία της Αρχαίας Κορίνθου

Κοινοποίηση ειδήσεων

Με έναρξη την δημιουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους , το 1830 , τα κομβικά γεγονότα που θεμελίωσαν την σύγχρονη ιστορία της Αρχαίας Κορίνθου είναι τέσσερα .

ΛΕΚΚΑΣ  ΣΑΡΑΝΤΟΣ
  ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ  

Πρώτον , ο σεισμός του 1858 που ισοπέδωσε την Παλαιά Κόρινθο, όπως ονομάζονταν τότε , την μεταφορά της και το κτίσιμο της Νέας Κορίνθου στο σημείο που βρίσκεται σήμερα και την πληθυσμιακή συρρίκνωση σε επίπεδο χωριού.

Δεύτερον, η διάνοιξη της Διώρυγας του Ισθμού μεταξύ των ετών 1880-1893 και η εξ αυτής ανάδειξη της γύρω περιοχής με τη παράλληλη προστιθέμενη αξία που προσέδωσε σε οικονομικό επίπεδο.

Τρίτον , η έναρξη ανασκαφών το 1896 από την Αμερικανική σχολή κλασικών σπουδών των Αθηνών,  ( The American school of classical studies in Athens με έτος ίδρυσης το 1881) που έφεραν στο φως το Αρχαιοελληνικό και Ρωμαϊκό παρελθόν .

Τέταρτον , η μετονομασία της Παλαιάς σε Αρχαία Κόρινθο στις 11 Απριλίου του 1951.

Ο μετασχηματισμός της Αρχαίας Κορίνθου και η σταδιακή μεταμόρφωση της στο σημείο που την γνωρίζουμε σήμερα στην ουσία ξεκίνησε το 1945.

Η κατοχή είχε τελειώσει, ο πρώτος γύρος του εμφυλίου επίσης και το βασικό μέλημα των κατοίκων αφορούσε την κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών .

Η Αρχαία Κόρινθος όπως και τα περισσότερα χωριά της ελληνικής επικράτειας δεν βίωσε τις συνθήκες των πόλεων κατά την κατοχή όπου ο υποσιτισμός όπως και οι ελλείψεις ακόμη και σε νερό δραματοποιούσαν τις συνθήκες διαβίωσης.

Στα ελληνικά χωριά η ελονοσία και η φυματίωση θέριζαν ενώ ένοπλες ομάδες δρούσαν χωρίς έλεγχο με την επικοινωνία και τις μετακινήσεις να έχουν μεγάλες δυσκολίες.

Στην ουσία το προπολεμικό πρόβλημα όπου τα κύρια παραγωγικά προϊόντα η σταφίδα και ο καπνός προορίζονταν για το εξωτερικό και οι διατροφικές ανάγκες εξαρτιόνταν από εισαγωγές πολλαπλασιάστηκε, όταν οι εισαγωγές σταμάτησαν , η αγροτική παραγωγή υποχώρησε ελλείψη σπόρων , λιπασμάτων, ζώων, μηχανημάτων και τα όποια αποθέματα τροφίμων επιτάχθηκαν από τους κατακτητές αρχικά και τους αντάρτες στην συνέχεια.

Την κάλυψη των βασικών αναγκών από τις αρχές Απριλίου 1945 ανέλαβε η UNRRA με την εισαγωγή τροφίμων , ρούχων , φαρμάκων , σπόρων , ζώων και μηχανημάτων.

Η ευθύνη της σταματούσε στα λιμάνια εκφόρτωσης ενώ η διανομή γίνονταν από το ελληνικό δημόσιο μέσω του Ερυθρού Σταυρού για τις πόλεις και μέσω της Αγροτικής Τράπεζας για την ύπαιθρο.

Τα αγαθά έπρεπε σύμφωνα με το καταστατικό της UNRRA να διανέμονται ανάλογα με τις ανάγκες του πληθυσμού χωρίς καμία πολιτική , φυλετική ή άλλη προκατάληψη.

Βεβαίως οι ελλείψεις είχαν ως αποτέλεσμα τον κοινωνικό αναβρασμό και τις μεγάλες οικονομικές ανισότητες.

Η Αρχαία Κόρινθος βίωνε την πραγματικότητα με τα πλεονεκτήματα ενός πεδινού κα εύφορου χωριού , όμορου στην πρωτεύουσα του νομού και σχετικά κοντά για τα δεδομένα της εποχής με την πρωτεύουσα του κράτους.

Λεπτομέρειες της καθημερινότητας αλλά και των κοινωνικών συνθηκών δεν έχουν καταγραφεί και θα παρέμεναν άγνωστες χωρίς την διεισδυτική ματιά ενός ξένου περιηγητή που για επιστημονικούς λόγους κατέγραψε τις πολιτικές , οικονομικές  και κοινωνικές συνθήκες της Αρχαίας Κορίνθου την 30ετια 1947-1976.

Ο εν λόγω περιηγητής ήταν ο καθηγητής ιστορίας του πανεπιστημίου του Σικάγου Ουίλιαμ Μακνίλ ο οποίος θέλοντας να διαπιστώσει την συμβολή των αμερικανικών προγραμμάτων βοήθειας στον μετασχηματισμό της Ελλάδος επισκέφτηκε έξι χωριά μεταξύ των οποίων και την Αρχαία Κόρινθο, αρχικά το 1947 και κατόπιν ανά δεκαετία το 1956, το 1966 , το 1976 για να κατανοήσει το πολιτικοκοινωνικό υπόβαθρο και τον μετασχηματισμό τους σε βάθος 30ετιας.

Χάριν στην προσέγγιση του βγαίνουν στο φως στιγμές της καθημερινότητας , της συμπεριφοράς, της λειτουργίας και των αντιλήψεων των κατοίκων της Αρχαίας Κορίνθου καθώς και της προόδου που συντελέστηκε όλη αυτή την περίοδο.

Ότι είδε, άκουσε και αντιλήφθηκε τα κατέγραψε στο βιβλίο του ‘ Η μεταμόρφωση της Ελλάδος μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο’ που εκδόθηκε από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου το 1978 και για την ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος  το 2017.

Η πρώτη επίσκεψη του καθηγητή στην Αρχαία Κόρινθο έγινε το 1947 σε ένα χωριό που τότε είχε 1530 κατοίκους.

Πριν όμως ξεκινήσουμε την παρουσίαση των δεδομένων που κατέγραψε ο επί 40 χρόνια καθηγητής ιστορίας του πανεπιστημίου του Σικάγου ας δούμε περιληπτικά τα πολιτικά , ιστορικά και κοινωνικά γεγονότα που προηγήθηκαν .

Όπως είναι γνωστό στις 20 Απριλίου του 1941 , ανήμερα του Πάσχα υπεγράφη η συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς από τον Τσολάκογλου ξεκινώντας στην ουσία η κατοχή .

Οι Κορίνθιοι ήρθαν σε πρώτη επαφή  με το κατακτητή την επόμενη ημέρα , Δευτέρα του Πάσχα ,όταν Γερμανικά βομβαρδιστικά κατέστρεψαν τον δρόμο Κορίνθου – Άργους για να μην υπάρξει ομαλή διαφυγή των Συμμαχικών στρατιωτών που έδρευαν στο στρατόπεδο Κορίνθου.

Το διήμερο 24/25 Απριλίου υπήρξε ισχυρός βομβαρδισμός στην περιοχή Κορίνθου- Ισθμού με σκοπό την καταστροφή των βρετανικών αντιαεροπορικών .

Στις 26 Απρίλιου στις 7 το πρωί οι πρώτοι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές έπεσαν στην περιοχή του Ισθμού ενώ κυριάρχησαν οι φήμες για ισχυρό βομβαρδισμό της Κορίνθου με αποτέλεσμα η πλειοψηφία των κατοίκων , περίπου τα 2/3 του πληθυσμού να καταφύγουν στα γύρω χωριά .

Την Κυριακή του Θωμά αρχίσαν να πέφτουν αλεξιπτωτιστές μέσα στην πόλη της Κορίνθου φθάνοντας τους 1850 μέχρι τις 3 το μεσημέρι οπότε και ολοκληρώθηκε η κατάληψη της πόλης.

Η Γερμανική σημαία στήθηκε στο Καμπαναριό του Αποστόλου Παύλου μιας και τον Απρίλιο του 1941 ήταν το υψηλότερο κτίριο της πόλης μετά από το σεισμό του 1928.

Όπως ήταν φυσικό κυριάρχησε ο φόβος , με τους κατοίκους να είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους και τους Γερμανούς να εμφανίζονται με φιλικές διαθέσεις θέλοντας να διαψεύσουν του φόβους των Κορινθίων .

Την Δευτέρα του Θωμά η οικονομική δραστηριότητα ξεκίνησε κανονικά , με τα μαγαζιά να ανοίγουν πάρα τις αρχικές επιφυλάξεις και τους Γερμανούς να δείχνουν μια καταναλωτική μανία σε σημείο που να αδειάζονται τα ράφια των μαγαζιών .

Αυτό συνεχίστηκε και τις επόμενες ημέρες αφού οι Γερμανοί θεωρούσαν τα ελληνικά προϊόντα φθηνά ενώ έφθασαν σε σημείο να στέλνουν ότι αγόραζαν στις οικογένειες τους στη Γερμανία.

Η τακτική αυτή βεβαίως στερούσε από την κορινθιακή αγορά πολύτιμα προϊόντα που σε διαφορετική περίπτωση θα κάλυπταν  τα κορινθιακά νοικοκυριά .

Οι Γερμανοί βεβαίως αγόραζαν με Μάρκα τα οποία υπήρχαν σε αφθονία μιας και σε κάθε Γερμανό στρατιώτη σε ημερήσια βάση αναλογούσαν  500 Μάρκα .

Η έκδοση αυτών των Μάρκων γίνονταν  από την εκτυπωτική μηχανή χαρτονομισμάτων που είχαν εγκαταστήσει στην περιοχή του Αγ. Νικολάου .

Η εκτύπωση Μάρκων  χωρίς κάποια σχέση με την αγορά , την πραγματική ζήτηση  και το κόστος παραγωγής  οδήγησε στην πλήρη διαστρέβλωση των δεδομένων της αγοράς σε σημείο που εάν η Κορινθία δεν ήταν αγροτική περιοχή το φαινόμενο της πείνας θα είχε πάρει μεγάλες και σκληρές διαστάσεις ειδικά κατά το χειμώνα που θα ακολουθούσε .

Τα Γερμανικά Μάρκα  εκδίδονταν από την έναρξη της κατοχής και έως τον Αύγουστο του 1941 με την αρχική ισοτιμία να ορίζεται στις 50 δραχμές και από 23 Ιουνίου στις 60 δραχμές.

Αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία στις Αρχές Αυγούστου 1941  στην ισοτιμία των 60 δραχμών .

Τον Οκτώβριο του 1941 , ένα ακριβώς χρόνο από την Ιταλική επίθεση και φυσικά την ήττα των Ιταλών στα ελληνοαλβανικά σύνορα , ξεκίνησε η Ιταλική κατοχή στην Κορινθία με την έλευση των πρώτων Ιταλών στρατιωτών η οποία ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1942 όπου ο συνολικός τους αριθμός έφθασε τους 5.000 στρατιώτες.

Οι Ιταλοί στην ουσία διαδέχθηκαν τους Γερμανούς σε όλη την διοίκηση αναλαμβάνοντας την διαχείριση σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο με την σημαντική διαφορά ότι είχαν υπηρεσίες εφοδιασμού και οι προμήθειες έρχονταν κατευθείαν από την Ιταλία σε αντίθεση με τους Γερμανούς που όπως προαναφέραμε προμηθεύονταν από την Κορινθιακή αγορά.
Σημαντική παρέμβαση σε πολιτικό επίπεδο η αντικατάσταση των αυτοδιοικητικών που είχε διορίσει το καθεστώς Μεταξά από το 1936 , ενώ θυμίζουμε ότι οι τελευταίες δημοτικές εκλογές είχαν πραγματοποιηθεί το 1934.

Ο χειμώνας του 1941-42 ο πρώτος κατοχικός ήταν ιδιαίτερα σκληρός , η φτώχεια , η πείνα είχε εξαπλωθεί παντού και ο αντιπραγματισμός σε αγροτικές περιοχές όπως η Κορινθία με άξονες την σταφίδα, το λάδι, τα αυγά, το στάρι, τις πατάτες, στην κυριολεξία έσωσε ζωές και προσδιόριζε την καθημερινότητα με αξιοπρεπείς όρους.

Βέβαια  στις πόλεις τα πράγματα ήταν δύσκολα και δεν έλειψαν οι ακρότητες όπως με βάση τα σημερινά δεδομένα ακρότητα ήταν αυτό που συνέβη στην πόλη της Κορίνθου το καλοκαίρι του 1942.

Τότε δόθηκε άδεια να σφάζονται και να πωλούνται στην αγορά της Κορίνθου άλογα , τα οποία διατίθονταν  σε υψηλές τιμές , ενώ η απουσία άλλου είδους κρέατος οδηγούσε σε υψηλή ζήτηση και σε ουρές για την προμήθεια του ειδικά στις αρχές του 1943.

Κατά το 1943 βέβαια είχαμε και απαγόρευση κυκλοφορίας από τις 8 το βράδυ έως το πρωί στις 7 για την αντιμετώπιση των  αντιστασιακών οργανώσεων .

Όπως  είναι γνωστό η Πελοπόννησος ήταν προπύργιο  του Λαϊκού κόμματος και των αντιβενιζελικών οπότε από τις αρχές του 1943 σε ολόκληρη την Πελοπόννησο οργανώθηκαν οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις από αντιβενιζελικούς αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού μαχητών του Αλβανικού μετώπου.

Συγχρόνως εμφανίζονται και οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ οι οποίες αρχικά έχουν μεγάλο αριθμό συμπαθούντων δεδομένου ότι η σχέση του με το ΚΚΕ είχε αποκρυφθεί   επιμελώς .

Η παρουσία των λοιπών  αντιστασιακών οργανώσεων θορύβησε τον ΕΛΑΣ που άρχισε επιθέσεις εναντίων τους αφού ο στόχος του ήταν να μην υπάρχουν ενεργές μονάδες αντίστασης μετά την απελευθέρωση της χώρας.

Στην ουσία ο εμφύλιος άρχισε την Άνοιξη του 1943 και μέχρι τον Οκτώβριο  οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είχαν επιβληθεί  αποδεκατίζοντας στην ουσία τις υπόλοιπες αντιστασιακές δυνάμεις της Πελοποννήσου ανοίγοντας τον μεγαλύτερο κύκλο αίματος που γνώρισε η χώρα.

Η διάλυση των λοιπών αντιστασιακών δυνάμεων για να είμαστε απόλυτα ακριβείς προήλθε και από την συμφωνία του Δυρραχίου ( Αύγουστος του 1943) μεταξύ του ΕΑΜ της Εξόριστης Ελληνικής κυβέρνησης και του Ελληνικού Στρατού πάρα τις αντιρρήσεις πολλών αξιωματικών του ελληνικού στρατού.

Το Φθινόπωρο του 1943 αρχίζουν να λειτουργούν στρατόπεδα συγκέντρωσης αντιφρονούντων  προς το ΕΑΜ πολιτών και στην κυριολεξία ολόκληρη η Πελοπόννησος κυριαρχείται από το ΕΑΜ.

Ένα μεγάλης εμβέλειας γεγονός που στήριξε την ΕΑΜική παρουσία ήταν το κενό εξουσίας που δημιουργήθηκε από την παράδοση των Ιταλών στις 13 Σεπτεμβρίου 1943 ο αφοπλισμός τους από τους Γερμανούς και ο εγκλεισμός τους στο Στρατόπεδο Κορίνθου.

Περί του 5.000 Ιταλούς αιχμαλώτισαν λιγότεροι από 150 Γερμανοί αφού το έργο τους ήταν εύκολο δεδομένης της παράδοσης των Ιταλών.

Ακολούθησαν επιδρομές του ΕΑΜ στις εγκαταλειμμένες αποθήκες των Ιταλών με αποτέλεσμα οπλισμός , ρούχα , εφόδια να αλλάξουν χέρια ενισχύοντας οπλικά τις δυνάμεις του ΕΑΜ.

Το ΕΑΜ όμως αντικαθιστά τους Ιταλούς και στη Διοίκηση αφού με την παράδοση των Ιταλών τα αστυνομικά τμήματα διαλύονται και αντικαθίστανται από  τα περίφημα φρουραρχεία του.

Το ΕΑΜ δηλώνει την εξουσία του με τις βίαιες επιτάξεις τροφίμων , ρούχων , φαρμάκων , την στρατολόγηση αγοριών και κοριτσιών , την φορολογία , τον έλεγχο των μετακινήσεων και τα λαϊκά δικαστήρια.

Ο κύκλος αίματος στην Πελοπόννησο είχε ανοίξει και θα έκλεινε αρκετά χρόνια αργότερα, χωρίς όμως να ξεχαστούν  τα προσωπικά βιώματα, διότι η οικογενειακή ευθύνη των πράξεων του ΕΑΜ δημιούργησε πληγές στα σώματα των αμάχων που δεν θα έκλειναν χωρίς αντεκδικήσεις .

Η Πελοπόννησος πλήρωσε ακριβά τη  προσπάθεια συγκάλυψης στον  αντιστασιακού αγώνα του στόχου του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ για την πολιτική κυριαρχία του ΚΚΕ στην χώρα.

Την περίοδο 1943/44 διακυβεύονταν το κοινωνικό καθεστώς της χώρας ενώ την περίοδο 1947/49 η εδαφική ακεραιότητα και ο εξωτερικός προσανατολισμός της .

Το 1944 το ΕΑΜ κυριαρχεί σε όλη την Ελλάδα πλην της Αθήνας , και για να προσδιορίσουμε την χρονική ακολουθία των γεγονότων πρέπει να αναφέρουμε ότι με την συμφωνία του Λιβάνου στις αρχές Σεπτέμβριου 1944 το ΕΑΜ μπαίνει στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας ενώ με την συμφωνία της Καζέρτας στα τέλη του ίδιου μήνα συμφωνεί ο στρατιωτικός του βραχίονας ο ΕΛΑΣ να παύσει να λειτουργεί αυτόνομα, να αφοπλιστεί και να συμμετάσχει στην δημιουργία του εθνικού στρατού.

Στις 12 Οκτωβρίου 1944  πραγματοποιείται η  αποχώρηση των Γερμανών από την  Αθήνα   και η έλευση έξι ημέρες αργότερα της εξόριστης  ελληνικής κυβέρνησης.

Τον Νοέμβριο το ΚΚΕ  αναθεωρεί την απόφαση του για αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και στην ουσία ανοίγει ο δρόμος για τα Δεκεμβριανά και την ήττα του ΕΛΑΣ .

Ακολούθησε η Συμφωνία της Βάρκιζας , οι εκλογές του 1946 στις οποίες οι πολιτικές συνιστώσες του ΕΑΜ με κυριότερη το ΚΚΕ δεν συμμετείχαν και η πολιτική κυριαρχία των Εθνικών δυνάμεων.

Την  στήριξη της Ελλάδος σε τρόφιμα , μηχανήματα , σπόρους , ενδύματα, φάρμακα,  κατά την περίοδο Απρίλιος 1945 έως Σεπτέμβριος 1947 ανέλαβε η Διασυμμαχική οργάνωση αρωγής και αποκατάστασης η γνωστή ως UNRRA.

Σύμφωνα με έκθεση  της Τράπεζας της Ελλάδος του 1947 η συγκεκριμένη βοήθεια για το ανωτέρω χρονικό διάστημα έφτασε τα 416,6 εκατ. δολάρια.

Η διανομή της βοήθειας ανατέθηκε σε φορείς του ελληνικού κράτους χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία με το κυριότερο μέρος να το αναλαμβάνει ο Ερυθρός Σταυρός για τα αστικά κέντρα και η Αγροτική Τράπεζα για την επαρχία.

Κομβικό σημείο σε γεωπολιτικό και οικονομικό-στρατιωτικό επίπεδο ήταν όταν τον Φεβρουάριο του 1947 η Βρετανία γνωστοποίησε στις ΗΠΑ την  αδυναμία της να στηρίζει πλέον οικονομικά και στρατιωτικά την Ελλάδα , ανοίγοντας  τον δρόμο για την αντικατάσταση της από τις ΗΠΑ.

Ο δεύτερος γύρος του εμφυλίου 1947/49 αναφορικά με τη Πελοπόννησο δεν είχε κανένα νόημα  αφού εξ αρχής ήταν νομοτελειακά βέβαιο ότι ο Δημοκρατικός στρατός (ΔΣΕ) δεν θα είχε καμία τύχη δεδομένου ότι  η τροφοδοσία του σε όπλα  και πυρομαχικά  ήταν αδύνατη .

Στην ουσία πραγματοποιήθηκε για να αποδειχθεί ότι ο ΔΣΕ μπορούσε να δράσει και σε περιοχές που δεν είχαν κοινά σύνορα με τις λαϊκές δημοκρατίες.

Η εκκαθάριση της Πελοποννήσου από τον Ελληνικό Στρατό άρχισε στα τέλη του 1948 και τέλειωσε ένα μήνα μετά  με την ολοκληρωτική ήττα του ΔΣΕ .

Από του 4.900 αντάρτες του ΔΣΕ επέζησαν λιγότεροι από 100 , πράγμα φυσιολογικό εάν σκεφθούμε ότι απέναντι τους βρέθηκαν 50.000 στρατιώτες του ΕΣ.

Είχε προηγηθεί η σύλληψη περίπου 5 χιλιάδων πολιτών που λειτουργούσαν ως κέντρα  στρατολόγησης, τροφοδοσίας και συλλογής πληροφοριών  του ΔΣΕ.

Αυτή ήταν η κατάσταση που επικρατούσε στην Πελοπόννησο το 1947 όταν ο καθηγητής Μακνίλ επισκέφθηκε  για πρώτη φορά την Αρχαία Κόρινθο.

Διαπίστωσε ότι αυτό που προσδιόριζε την οικονομική και κοινωνική θέση των κατοίκων ήταν η περιουσία, η οποία επί αιώνες καθορίζονταν από τους θεσμούς της κληρονομιάς και του γάμου.

Γράφει ο καθηγητής « Ο μεγαλύτερος κτηματίας είχε στην κατοχή του 200 στέμματα αλλά αυτό αποτελούσε εξαίρεση. Από τους υπόλοιπους ακόμη και όσοι κατείχαν έστω  και 25 στρέμματα θεωρούνταν επίσης μεγαλοϊδιοκτήτες. Περίπου το εν πέμπτο των οικογενειών κατείχε από 10 έως 25 στρέμματα, ενώ άλλο ένα πέμπτο κατείχε λιγότερα από 10 στέμματα. Εκατό οικογένειες ήταν  εντελώς άκληρες  και ζούσαν δουλεύοντας μεροκάματο για τους εύπορους αγρότες  ή ως εργάτες σε μια αρχαιολογική ανασκαφή που διηύθυναν οι Αμερικάνοι και η οποία βρίσκονταν σε εξέλιξη για πολλά χρόνια πριν από τον πόλεμο στην Παλαιά Κόρινθο , αλλά το 1947 δεν είχε ακόμη ξεκινήσει».

Φυσικά συνάρτηση της περιουσίας ήταν  και τα παραγόμενα προϊόντα με κυριότερο για να μην ισχυριστούμε σε επίπεδο μονοκαλλιέργιας την σταφίδα.

Γράφει ο καθηγητής «Η σταφίδα ήταν η κυριότερη εμπορεύσιμη καλλιέργεια όπως ήδη συνέβαινε από τον δέκατο έβδομο αιώνα. Οι σταφίδες παράγονται από ένα ιδιαίτερο είδος σταφυλιού και απαιτούν εντατική εργασία, με αποτέλεσμα να είναι ιδιαίτερα δύσκολο για μια οικογένεια να φροντίσει μόνη της μια έκταση μεγαλύτερη από οκτώ ή δώδεκα στρέμματα, όπου  καλλιεργούνται σταφιδάμπελοι. Όποιος έχει 25 στρέμματα σταφίδας έπρεπε κατά τις κρίσιμες περιόδους του έτους, τότε που τα αμπέλια χρειάζονταν φροντίδα, ψεκασμό ή τρύγο να προσλάβει εργατικά χέρια ».

Γύρω από την παράγωγη και την επεξεργασία της σταφίδας διαμορφώθηκε δομικά η κοινωνία του χωριού καθώς και οι σχέσεις ιδιοκτητών και εργαζομένων.

Οι όροι της συνεργασίας γίνονταν με διαπραγματεύσεις μεταξύ εργοδοτών και εργατών κάτι που άλλαξε άρδην το τελευταίο 6μηνο του 1943 και διατηρήθηκε έως το πρώτο τρίμηνο του 1945 όταν το χωριό βρέθηκε υπό τον έλεγχο της επιτροπής του ΕΑΜ η οποία τρομοκρατούσε τους ιδιοκτήτες γης αλλάζοντας παράλληλα τον τρόπο προσφοράς εργασίας στην βάση δημόσιου καταλόγου εργατών από τον οποίο αντλούσαν εργατικό δυναμικό οι εργοδότες –παραγωγοί.

Οι διαπροσωπικές σχέσεις επηρεάστηκαν αρκετά από την γενικότερη διαχείριση από την πλευρά της επιτροπής του ΕΑΜ θεμάτων που είχαν σχέση με τις υποχρεωτικές συνεισφορές σε τρόφιμα , ρούχα και αλλά είδη πρώτης ανάγκης όπως φάρμακα.

Η πολιτική ένταση πήρε διαστάσεις από την αναγκαστική στρατολόγηση αγοριών και κοριτσιών, τον έλεγχο των μετακινήσεων, τα λαϊκά δικαστήρια και τις απώλειες απλών ανθρώπων που βρέθηκαν απλά στην πλευρά που δεν ασπάζονταν πρακτικές κοινοκτημοσύνης.

Τα προσωπικά βιώματα καθώς και η πρακτική της οικογενειακής ευθύνης δημιούργησαν πληγές που διήρκησαν χρόνια.

Το γεγονός όμως ότι η Αρχαία Κόρινθος βρίσκονταν αρκετά μακριά από περιοχές που δρούσαν οι ένοπλες αντάρτικες ομάδες διέσωσε μεγάλο προσωπικό και κοινωνικό κεφάλαιο ενώ διατήρησε την κοινωνική ιεραρχία.

Απετράπη η δομική κρίση ακόμη και όταν το κυρίαρχο προϊόν η σταφίδα δεν εξασφάλιζε ικανοποιητικά εισοδήματα , όπως στα τέλη του 1944, όπου καταγράφηκε πτώση τιμής , δυσκολία μεταφοράς της σε τρίτες χώρες αλλά και χρεοκοπία των δυο συνεταιρισμών του χωριού που προωθούσαν το προϊόν.

Ήταν η περίοδος που η σταφίδα ανταλλάσσονταν με άλλα είδη πρώτης ανάγκης , σιτάρι , λάδι , νωπά προϊόντα , χωρίς να επιφέρει χρηματικά οφέλη για τους παραγωγούς.

Ανεξάρτητα όμως από τις όποιες πολιτικές διαφορές των κατοίκων όλοι συμφωνούσαν ότι η αύξηση της παραγωγικότητας περνούσε μέσα από την ύδρευση .

Γράφει ο Μακνίλ «Προπολεμικά είχαν διανοιχτεί τριάντα αρδευτικά φρέατα αλλά το 1947 δεν υπήρχαν ανταλλακτικά για τις αντλίες, ενώ σπανίως υπήρχαν διαθέσιμα καύσιμα για όσες  αντλίες λειτουργούσαν ακόμα. Επομένως η ύδρευση είχε σταματήσει , αλλά βέβαια όλοι καταλάβαιναν ότι έπρεπε να χρησιμοποιηθούν τεχνητές πήγες άδρευσης για την καλλιέργεια φρούτων και λαχανικών για την αγορά της Αθήνας(περίπου 110 χιλιόμετρα μακριά). Οι εκπρόσωποι τόσο της αριστερής όσο και τα δεξιάς παράταξης συμφωνούσαν ότι η ενδεδειγμένη λύση για τα πρόβλημα του χωριού εξαρτιόταν από την άδρευση ».

Δέκα χρόνια αργότερα , το 1956 , η κατάσταση στην Αρχαία Κόρινθο είχε βελτιωθεί και ο μετασχηματισμός του χωριού βρίσκονταν σε εξέλιξη.

Η επισκεψιμότητα του Αρχαιολογικού χώρου του χωριού είχε ανοίξει νέους ορίζοντες , ο τουρισμός είχε προσφέρει νέες θέσεις εργασίας , είτε στην μορφή της ανάδειξης των αρχαιοτήτων , είτε στην μορφή του εμπορίου και της εστίασης για την κάλυψη των αναγκών των τουριστών .

Μόνο το 1955 είχαν επισκεφτεί την Αρχαία Κόρινθο περίπου 72 χιλιάδες τουρίστες.

Ο εμφύλιος είχε λήξει , η ανοικοδόμηση είχε ξεκινήσει , νέοι δρόμοι είχαν φιαχθεί και η ευημερία των κατοίκων λειτουργούσε με τρόπο που εξομάλυνε τις διαπροσωπικές εντάσεις που είχαν προηγηθεί χωρίς φυσικά όπως ήταν απόλυτα λογικό να τις εξαλείψει.

Η κυρία απασχόληση των κατοίκων ήταν αγροτική, αφού ο τουρισμός  ως νέα πηγή εισοδήματος αφορούσε λίγες οικογένειες με την πλειοψηφία των κατοίκων να ασχολείται με την παραγωγή σταφίδας.

Γράφει ο Μακνίλ « η σοδειά της σταφίδας  το 1956 προμήνυε ότι θα ήταν τόσο μεγάλη όσο του 1955, που αποτέλεσε εξαιρετική χρονιά και το σημαντικότερο , η τιμή της σταφίδας ήταν πιο ψιλή από ποτέ, λόγω της έλλειψης εργατικού δυναμικού τα σταφιδοχώραφα της Αυστραλίας. Οι δυο συνεταιρισμοί που είχαν αναλάβει την επεξεργασία και πώληση  της σταφίδας αναδιοργανώθηκαν το 1952 με την βοήθεια ενός δανείου από την αγροτική Τράπεζα, αμφότεροι επέκτειναν τις δραστηριότητες  τους αγοράζοντας με πίστωση ένα τρακτέρ και μια θεριστική μηχανή. Αυτά τα νοίκιαζαν σε όποιον ήθελε να χρησιμοποιήσει μηχανικά βοηθήματα για την καλλιέργεια ή τη συγκομιδή των χωραφιών του.Τα κέρδη από την ενοικίαση ήταν τόσο εντυπωσιακά ώστε τα δυο τρίτα του κόστους των μηχανημάτων αποπληρώθηκαν μέσα σε ένα έτος».

Όμως ένα νέο προϊόν σε συνδυασμό με τά 163 πηγάδια που το 1956 υπήρχαν δημιούργησαν νέα δεδομένα.

Το νέο προϊόν ήταν η ντομάτα, οι αυξημένες τιμές καθώς και το γεγονός ότι η απόκτηση φορτηγών  έφερνε άμεσα το προϊόν στην κεντρική λαχαναγορά της Αθήνας δημιούργησε σημαντικά κέρδη και προσέλκυε το ενδιαφέρον από όλο και περισσότερους αγρότες .

Το πρώτο φορτηγό αποκτήθηκε από κάτοικο του χωριού το 1953 και ακολούθησε η αγορά άλλων πέντε, ώστε το 1956 να υπάρχουν έξι φορτηγά που κάλυπταν τις ανάγκες μεταφοράς κυρίως της παραγωγής ντομάτας.

Η άδρευση μέσω των πηγαδιών αλλά και η χρήση λιπασμάτων απελευθέρωσε εδάφη που παλαιοτέρα χρησιμοποιούνταν για σιτάρι και πλέον η στροφή προς άλλες καλλιέργειες πέραν της ντομάτας , όπως σε λεμόνια , πορτοκάλια , βερίκοκα, δημιουργούσε ευρύτερο πλαίσιο παραγωγικών δυνατοτήτων .

Η στροφή ήταν αναγκαία αφού ο ανταγωνισμός στην παράγωγη ντομάτας ειδικά από τους παραγωγούς της Κρήτης συρρίκνωσε αρκετά μετά το 1956 τα κέρδη.

Η αίσθηση του πλούτου και η ικανοποίηση τόσο των ιδιοκτητών γης όσο και των ακτημόνων- εργατών  ήταν μεγάλη παρά το γεγονός ότι η πρόσφατη εμπειρία είχε δείξει ότι η ασφαλέστερη επιλογή ήταν η απόκρυψη του και η λελογισμένη χρήση του .

Οι αναγκαστικές εισφορές στο ΕΑΜ , οι επιτάξεις και οι βίαιες πρακτικές δεν είχαν ξεχαστεί.

Γράφει ο Μακνίλ «η απρόσμενη και ασύλληπτη εισροή νέου πλούτου στο χωριό περιόρισε τις πολιτικές εντάσεις, που τόσα προβλήματα είχαν προκαλέσει το 1947.Ο νέος πλούτος επέφερε βέβαια αλλαγές , μια ολοκαίνουργια εκκλησία κοσμούσε το ένα άκρο του χωριού, χτισμένη εξ’ολοκλήρου με μέσα της ίδιας της κοινότητας. Η σύνδεση με το εθνικό δίκτυο ηλεκτροδότησης που είχε ολοκληρωθεί μόλις μερικές εβδομάδες πριν από την επίσκεψη μου, καθώς και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου που τη συνόδευε αποτελούσαν το πιο σημαντικό θέμα συζήτησης όσο ήμουν εκεί. Ο φωτισμός κατά την νύκτα και οι ηλεκτρικές αντλίες άδρευσης ήταν τα πρώτα νέα και ακόμα τότε μοναδικά οφέλη που είχε φέρει ο ηλεκτρισμός το 1956 στη Παλαιά Κόρινθο, αλλά οι σκέψεις των ανθρώπων  ήδη πετούσαν σε ψυγεία και σε πολλές άλλες σύγχρονες ανέσεις τις οποίες μπορούσαν πλέον με βεβαιότητα να προσμένουν».

Η ευημερία αύξανε τον πληθυσμό χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπήρξε εσωτερική (Κόρινθος , Αθήνα ) ή εξωτερική ( Αυστραλία , Καναδάς , ΗΠΑ ) μετανάστευση, παρότι σε περιόδους αιχμής παρουσιάζονταν έλλειψη εργατικών χεριών η οποία καλύπτονταν από τα γύρω ορεινά χωριά .

Γράφει ο Μακνίλ «Ο πληθυσμός της Παλαιάς Κορίνθου αυξήθηκε από περίπου 1530 το 1947 σε 1732 καταμετρημένα άτομα κατά την απογραφή του 1961.Μεταξύ 1947 και 1961 γεννήθηκαν στο χωριό 506 παιδιά και πέθαναν 187 άτομα. Επομένως η φυσική αύξηση του πληθυσμού σε αυτά τα χρόνια αντιστοιχούσε σε συνολικά 319 άτομα αντισταθμίστηκε όμως από την μετανάστευση 180 ατόμων από το χωριό».

Η ‘μόδα’ της μετανάστευσης αφορούσε κυρίως ακτήμονες που πίστευαν ότι η μετακίνηση τους σε μια ανεπτυγμένη χώρα θα τους έδινε την δυνατότητα μιας καλλίτερης ζωής μακριά από τον αγροτικό χώρο ο όποιος είχε και έχει καλές αλλά περισσότερο κακές στιγμές.

Δέκα χρόνια μετά, το 1966 αποδεικνύονταν ότι η ευημερία από τον αγροτικό τομέα είχε τα όρια της.

Το βασικό προϊόν που δημιουργούσε προστιθέμενη αξία κατά το παρελθόν , η σταφίδα, είχε βρεθεί σε αδιέξοδο αφού η κύρια αγορά , η Βρετανική αντικατέστησε τις εισαγωγές από την Ελλάδα με την Αυστραλία όπου η προνομιακή δασμολογική μεταχείριση της Αυστραλιανής σταφίδας , έθετε εκτός αγοράς τη Κορινθιακή.

Η αρχή του τέλους για το προϊόν – έμβλημα είχε αρχίσει , με τα εισοδήματα να συρρικνώνονται και τους δυο συνεταιρισμούς του χωριού που ασχολούνταν με την επεξεργασία –προώθηση να αντιμετωπίζουν το φάσμα της χρεοκοπίας.

Εξάλλου ο εκμηχανισμός κυρίως με τη απόκτηση τρακτέρ είχε αλλάξει τα δεδομένα της απασχόλησης αφού πλέον δεν απαιτούνταν εργατικό δυναμικό εκτός του στενού πυρήνα της οικογένειας.

Ο μετασχηματισμός του χωριού οδηγούσε τους κατοίκους στην αναζήτηση εργασίας στον δευτερογενή τομέα και τον τουρισμό.

Η δημιουργία βιοτεχνικών αλλά και βιομηχανικών μονάδων στο βόρειο και παραλιακό τμήμα του χωριού είχε δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας και η ευκαιρία απασχόλησης των ακτημόνων εκτός γεωργικού τομέα δημιούργησε νέες προοπτικές.

Στην βάση αυτή το χωριό προσέλκυε νέους κατοίκους, έτσι το 1966 ο πληθυσμός του έφθανε τους 1800 κατοίκους, ενώ οι γεννήσεις ξεπερνούσαν τους θανάτους κατά 123 άτομα κατά την 5ετια που είχε ακολουθήσει  την απογραφή του 1961.

Τα συσσωρευμένα αγροτικά εισοδήματα της δεκαετίας που είχε προηγηθεί , η ενασχόληση αρκετών γυναικών στις βιοτεχνίες της περιοχής καθώς και η άνθηση του τουρισμού, αφού πλέον επισκέπτονταν τον αρχαιολογικό χώρο πάνω από 1000 τουρίστες σε ημερήσια βάση , βρήκε διέξοδο προς τον καταναλωτισμό, μια τάση που επικρατούσε σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλάζοντας το βιοτικό επίπεδο και κάνοντας την ζωή ευκολότερη.

Γράφει ο Μακνίλ «οι χωρικοί είχαν αρχίσει να αγοράζουν ψυγεία και να φτιάχνουν μπάνια με λεκάνες και καζανάκια μέσα στα σπίτια τους.Πολλές οικοδομές στο χωριό  είχαν καταστραφεί από το σεισμό του 1957.Τα χαμηλότοκα δάνεια που διέθεσε το δημόσιο έπεισαν πολλές οικογένειες να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους  με μεγαλύτερη πολυτέλεια. Οι αγορές τρακτέρ από ιδιώτες αντικατέστησαν την ενοικίαση τους από τους συνεταιρισμούς, μάλιστα το χωριό υπερηφανεύονταν για τα πάνω από εκατό τρακτεράκια του […….]η κατοχή ενός τέτοιου μηχανήματος αποτελούσε και σύμβολο κύρους».

Φυσικά προβλήματα υπήρχαν με κυριότερο το νερό.

Η υπεράντληση για τις καλλιέργειες οδήγησε στην πτώση του υδροφόρου ορίζοντα με αποτέλεσμα αρκετά πηγάδια να στερέψουν ενώ οι γεωτρήσεις σε μεγαλύτερο βάθος δημιουργούσαν κινδύνους αλάτωσης του νερού αφού η υψομετρική διάφορα του Κορινθιακού κόλπου με τα χωράφια ήταν πολύ μικρή.

Σε πολιτικό επίπεδο όπως γράφει ο Μακνίλ «Η απλοϊκή πόλωση του 1947 και του 1956 είχε μετριαστεί κατά πολύ και οι πολιτικές διαφορές μες στο χωριό ήταν αν μη τι άλλο πολύ λιγότερο αισθητές από ότι δέκα χρόνια νωρίτερα. Ο Παπανδρέου δεν είχε προκαλέσει τόσο έντονες συναισθηματικές αντιδράσεις σε κοινότητες όπως η Παλαιά Κόρινθος : η εστία της πολιτικής έντασης είχε σαφώς μετατοπιστεί στις πόλεις». Και συνεχίζει «Η πολιτική θύελλα που χτυπούσε την Αθήνα και η οποία  το καλοκαίρι του 1966 βρίσκονταν στο αποκορύφωμα της είχε γίνει, έστω αμυδρά, αισθητή και στην Παλαιά Κόρινθο. Με τις εκλογές του 1964 επικράτησε στο χωριό η Ένωση κέντρου του Παπανδρέου με αποτέλεσμα να αναλάβει νέος πρόεδρος της κοινότητας. Έλαβα ωστόσο διαβεβαιώσεις ότι οι νέοι κοινοτικοί παράγοντες τα πήγαιναν πολύ καλά με τους προκατόχους τους».

Το εντυπωσιακό ήταν η εξωστρέφεια των κατοίκων του χωριού που ενδεχόμενα οφείλονταν, στη υπεροχή που ένιωθαν ως κάτοικοι ενός τόπου με τόσο εμβληματικά ένδοξο παρελθόν , στην γειτνίαση με μεγάλα αστικά κέντρα και στην επαφή με τους τουρίστες.

Ο Μακνίλ αναφέρει ότι «Η ζωντάνια και η ευημερία της Παλαιάς Κορίνθου καθώς και η προθυμία των κατοίκων να μιλήσουν ανοικτά με έναν ενδιαφερόμενο ξενομερίτη , έρχονταν σε τέλεια αντίθεση με την φατριαστική μυστικοπάθεια των κάτοικων της Καρδαμύλης» (άλλο ένα χωριό που επισκέφτηκε ο Καθηγητής τις ίδιες χρονικές περιόδους).

Και ενώ κατά την δεκαετία του ΄60 η απόκτηση τρακτέρ οδήγησε στην πλήρη αυτονομία κάθε οικογένειας αφού πλέον για την εκτέλεση των καθημερινών αγροτικών εργασιών δεν απαιτούνταν εργατικά χέρια περά αυτών της οικογένειας, κατά την δεκαετία του ΄70 η απόκτηση αγροτικού αυτοκινήτου οδήγησε στην πλήρη ανεξαρτησία .

Πλέον ο κάθε αγρότης του χωριού μπορούσε να μεταφέρει  μόνος του τα παραγόμενα προϊόντα και να τα πουλά στις λαϊκές αγορές της Αθήνας και του Πειραιά.

Η κερδοφορία πήρε άλλες διαστάσεις το ίδιο και η ευημερία αφού πλέον η παραγωγή και η πώληση της δεν είχε ενδιάμεσους προσδιοριστικούς παράγοντες.

Ο παραγωγός δεν εξαρτιόνταν πλέον από κανένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο παρά μόνο από τις καιρικές συνθήκες οι οποίες κατά διαστήματα προκαλούσαν ζημιές και κατ΄επέκταση μειωμένα εισοδήματα.

Το προϊόν που ξεχώριζε την δεκαετία του 70 ήταν  το βερίκοκο και ειδικά οι ποικιλίες Μπεμπέκο και Διαμαντοπούλου, άλλωστε τα ¾ της ετήσιας εθνικής παραγωγής βερίκοκου πραγματοποιούνταν στους νομούς Κορινθίας και Αργολίδος.

Συνδυαστικά αρκετές βιοτεχνίες επεξεργασίας βερίκοκου , είτε για εξαγωγές , είτε για κομπόστες έδιναν θέσεις εργασίας σε αρκετούς κατοίκους του χωριού.

Παράλληλα υπήρξε άνθηση των επιτραπέζιων σταφυλιών κυρίως της Σουλτανίνας αλλά και φράουλας, κέρινου, καλμέρια, που πουλιόνταν είτε σε εμπόρους , είτε στις λαϊκές αγορές.

Η ευημερία ήταν έκδηλη, τα επίσημα στοιχεία έδειχναν ότι το αγροτικό εισόδημα από τις 3.036 δραχμές του 1951 είχε φθάσει στις 16.395 δραχμές το 1972 , και αυτό ως μέσος όρος διότι σε εύφορα χωριά όπως η Αρχαία Κόρινθος οι αριθμοί δεν έλεγαν την αλήθεια αφού η πραγματικότητα ήταν  πολύ καλλίτερη.

Η 30ετια 1947-1976 ήταν άκρως επιτυχημένη και όπως γράφει ο Μακνίλ «Οι επιτυχίες που βίωσαν τα χωριά αυτά μαρτυρούν τόσο την επίδραση που είχαν οι προσωπικότητες των ηγετών τους όσο και το εν γένει υψηλό επίπεδο επιδεξιότητας και ικανότητας για δουλειά που ανέκαθεν χαρακτήριζε τους Έλληνες αγρότες κάθε φορά που οι συγκυρίες τους έδιναν την ευκαιρία να αποκομίσουν κέρδη από τις δικές τους προσπάθειες. Το αποτέλεσμα ξεπερνάει κατά πολύ τις πιθανότητες που ήταν ορατές πριν από τριάντα χρόνια, ακόμη και για έναν αισιόδοξο παρατηρητή».

Το ουσιαστικό όμως είναι ότι κατά την διάρκεια των 30 αυτών ετών όπως γράφει ο καθηγητής «….τόσο η Παλαιά Κόρινθος όσο και η Καρδαμύλη κατάφεραν να επιλύσουν τα προβλήματα που το 1947 είχαν απειλήσει τις δυο κοινότητες με διάλυση. Ο ταξικός πόλεμος αποτράπηκε και στα δυο χωριά το γενικό μοτίβο των παραδοσιακών συνηθειών συνέχιζε να είναι έκδηλο παρόλο που οι νέοι είχαν πάψει να αποδέχονται αυτομάτως τους πατροπαράδοτους τρόπους συμπεριφοράς και τους καθιερωμένους οικογενειακούς ρόλους»

Η Αρχαία Κόρινθος αποτελεί παράδειγμα ομαλού και εκ των αποτελεσμάτων επιτυχούς μετασχηματισμού.

Οι κάτοικοι της αντιμετώπισαν τις δυσκολίες ,τις ταξικές διαφορές, τις ζοφερές στιγμές του εμφύλιου με το δικό τους τρόπο , δημιουργώντας συνθήκες ευημερίας , προόδου και σταθερότητας.

Δεν μπορεί να μην θαυμάσει κάποιος τα επιτεύγματα τους εάν αναλογιστεί τις συνθήκες που επικρατούσαν το 1947 όταν ο μετασχηματισμός του χωριού εν μέσω εμφυλίου πολέμου ξεκινούσε.

Τα εμπόδια ξεπεράστηκαν διότι όλοι επιζητούσαν μια καλλίτερη ζωή για τις οικογένειες τους.

Οι αρετές κάλυψαν τις διαφορές και η οξυδέρκεια ειδικά ορισμένων προσώπων που επηρέαζαν πρόσωπα και καταστάσεις , προσδιόρισε το μέλλον με τρόπο που η επιτυχία των επιλογών να μην μπορούσε να αναχαιτιστεί από καμία διένεξη.

Οι επιλογές αντανακλούσαν βαθιά ριζωμένες δοξασίες, οι πράξεις αποτύπωναν το φυσικό και ανθρώπινο περιβάλλον και η στάση ζωής σκιαγραφούσε τις αντιλήψεις για πρόοδο και ευημερία.

Το αποτέλεσμα έδειξε ότι πέτυχαν.

Ο μετασχηματισμός του χωριού ήταν μοναδικός και ο βαθμός μεταμόρφωσης απαιτεί τον σεβασμό από τις νεωτέρες γενιές.

                                                                    ΣΑΡΑΝΤΟΣ  ΛΕΚΚΑΣ

                                                                      ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ