Τρ. Μαρ 19th, 2024

Η Βασιλική στο Κράνειο (Αρχαίας) Κορίνθου – Γράφει ο Δρ. Απόστολος Ε. Παπαφωτίου

Κοινοποίηση ειδήσεων

Η Βασιλική στο Κράνειο (Αρχαίας) Κορίνθου

Γράφει ο Δρ. Απόστολος Ε. ΠαπαφωτίουΠολιτικός Μηχανικός Ε.Μ.Π. , Οικονομολόγος Ε.Κ.Π.Α.

1. Ιστορικά στοιχεία

Το Κράνειο ήταν προάστιο της Κορίνθου νοτιοανατολικά της ρωμαϊκής Αγοράς εντός των κλασικών τειχών. Ήταν φημισμένο καθ’ όλη τη διάρκεια της Δωρικής Κορίνθου για τις πολυτελείς κατοικίες, την Αγορά, το γυμνάσιο και την πλούσια βλάστησή του και ήταν συνδεδεμένο με τη ζωή και τον θάνατο του Διογένους του Κυνικού. Κατά την ρωμαϊκή εποχή το προάστιο διατήρησε τα ελληνικά ταφικά μνημεία, πιθανώς τους ναούς και τα Iερά. Ανηγέρθησαν μεγάλες και πολυτελείς κατοικίες και πολλά μνημεία- ταφές πέρα από τα άστικά όρια της πόλης. Αναφορές για το Κράνειο απαντώνται σε πολλούς συγγραφείς, όπως στον Θεόφραστο, τον Ξενοφώντα, τον Αθήναιο, τον Πλούταρχο, τον Διογένη Λαέρτιο και τον Παυσανία. Την περιοχή κοσμούσε το τέμενος του Βελλεροφόντη, ο ναός της Αφροδίτης της Μελαινίδος, ο τάφος της Λαΐδας και ο τάφος του Διογένους από τη Σινώπη.

Το 1928 οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι Carpenter και De Waele αποκάλυψαν τα υπολείμματα μιας μεγάλης καλοκτισμένης βασιλικής (Εικ.1) στον δρόμο που οδηγούσε από τη ρωμαϊκή Αγορά στις Κεγχρεές, δυτικά της λεγόμενης Κεγχρεατικής Πύλης. Η βασιλική βρισκόταν εντός των κλασικών τειχών και ακριβώς έξω από το τείχος της Πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Ο Παυσανίας έφθασε στο κέντρο της Κορίνθου από το λιμάνι των Κεγχρεών ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο. Τον ίδιο δρόμο διέσχισε ο Απόστολος Παύλος ερχόμενος από το λιμάνι των Κεγχρεών προς την Αγορά της Κορίνθου και αντιστρόφως κατά την αναχώρησή του.

Εικ.1 Αεροφωτογραφία βασιλικής στο Κράνειο (Πηγή Google Earth)

Τα έτη 1929 και 1930 έγινε συστηματική ανασκαφή, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν αργότερα από τον J. Shelley και από τον J. De Waele, στο περιοδικό Hesperia (1943). Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν το 1957 από τον Πάλλα και ολοκληρώθηκαν από τον ίδιον μετά από διάλειμμα πολλών ετών το 1973.

Κατά την ανασκαφή ήλθαν στο φως, μεταξύ άλλων, και οικογενειακά μαυσωλεία με πολυτελείς νεκρικούς θαλάμους κτισμένους στη νότια και βόρεια πλευρά της βασιλικής. Φαίνεται ότι η βασιλική αυτή η οποία κτίστηκε ως μαρτύριο εξακολούθησε να χρησιμοποιείται παράλληλα και ως κοιμητηριακή βασιλική και αποτέλεσε τόπο ταφής πλουσίων και ευσεβών Κορινθίων.

Στη θέση της βασιλικής από τους ελληνιστικούς χρόνους υπήρχε νεκροταφείο το οποίο παρέμεινε ενεργό και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η ανεύρεση πολλών κατεργασμένων πωρολίθων μικρών διαστάσεων με τετράγωνη ή ρομβοειδή μορφή, και δομικά στοιχεία που παραπέμπουν στο opus reticularum, παρέχει σοβαρές ενδείξεις για την ύπαρξη στην περιοχή ρωμαϊκών μαυσωλείων.

1. Ιστορικά στοιχεία

Το Κράνειο ήταν προάστιο της Κορίνθου νοτιοανατολικά της ρωμαϊκής Αγοράς εντός των κλασικών τειχών. Ήταν φημισμένο καθ’ όλη τη διάρκεια της Δωρικής Κορίνθου για τις πολυτελείς κατοικίες, την Αγορά, το γυμνάσιο και την πλούσια βλάστησή του και ήταν συνδεδεμένο με τη ζωή και τον θάνατο του Διογένους του Κυνικού. Κατά την ρωμαϊκή εποχή το προάστιο διατήρησε τα ελληνικά ταφικά μνημεία, πιθανώς τους ναούς και τα Iερά. Ανηγέρθησαν μεγάλες και πολυτελείς κατοικίες και πολλά μνημεία- ταφές πέρα από τα άστικά όρια της πόλης. Αναφορές για το Κράνειο απαντώνται σε πολλούς συγγραφείς, όπως στον Θεόφραστο, τον Ξενοφώντα, τον Αθήναιο, τον Πλούταρχο, τον Διογένη Λαέρτιο και τον Παυσανία. Την περιοχή κοσμούσε το τέμενος του Βελλεροφόντη, ο ναός της Αφροδίτης της Μελαινίδος, ο τάφος της Λαΐδας και ο τάφος του Διογένους από τη Σινώπη.

Το 1928 οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι Carpenter και De Waele αποκάλυψαν τα υπολείμματα μιας μεγάλης καλοκτισμένης βασιλικής (Εικ.1) στον δρόμο που οδηγούσε από τη ρωμαϊκή Αγορά στις Κεγχρεές, δυτικά της λεγόμενης Κεγχρεατικής Πύλης. Η βασιλική βρισκόταν εντός των κλασικών τειχών και ακριβώς έξω από το τείχος της Πρώιμης βυζαντινής περιόδου. Ο Παυσανίας έφθασε στο κέντρο της Κορίνθου από το λιμάνι των Κεγχρεών ακολουθώντας αυτόν τον δρόμο. Τον ίδιο δρόμο διέσχισε ο Απόστολος Παύλος ερχόμενος από το λιμάνι των Κεγχρεών προς την Αγορά της Κορίνθου και αντιστρόφως κατά την αναχώρησή του.

Τα έτη 1929 και 1930 έγινε συστηματική ανασκαφή, τα αποτελέσματα της οποίας δημοσιεύτηκαν αργότερα από τον J. Shelley και από τον J. De Waele, στο περιοδικό Hesperia (1943). Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν το 1957 από τον Πάλλα και ολοκληρώθηκαν από τον ίδιον μετά από διάλειμμα πολλών ετών το 1973.

Κατά την ανασκαφή ήλθαν στο φως, μεταξύ άλλων, και οικογενειακά μαυσωλεία με πολυτελείς νεκρικούς θαλάμους κτισμένους στη νότια και βόρεια πλευρά της βασιλικής. Φαίνεται ότι η βασιλική αυτή η οποία κτίστηκε ως μαρτύριο εξακολούθησε να χρησιμοποιείται παράλληλα και ως κοιμητηριακή βασιλική και αποτέλεσε τόπο ταφής πλουσίων και ευσεβών Κορινθίων.

 Εικ2. Κάτοψη βασιλικής στο Κράνειο (Πηγή Πάλλας)

Στη θέση της βασιλικής από τους ελληνιστικούς χρόνους υπήρχε νεκροταφείο το οποίο παρέμεινε ενεργό και κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Η ανεύρεση πολλών κατεργασμένων πωρολίθων μικρών διαστάσεων με τετράγωνη ή ρομβοειδή μορφή, και δομικά στοιχεία που παραπέμπουν στο opus reticularum, παρέχει σοβαρές ενδείξεις για την ύπαρξη στην περιοχή ρωμαϊκών μαυσωλείων.

2. Περιγραφή: Τυπολογία- διαστάσεις βασιλικής

Πρόκειται για μια τρίκλιτη, ελληνιστική ξυλόστεγη βασιλική με εγκάρσιο κλίτος ισοπλατές με το κύριο σώμα, η οποία απολήγει ανατολικά σε εξέχουσα ημικυκλική αψίδα.Το σχέδιο συμπληρώνεται στο δυτικό άκρο με ισοπλατή νάρθηκα και πέραν αυτού με τετράστωο αίθριο το οποίο διαθέτει εσωτερική αυλή. Κατά μήκος της βόρειας πλευράς του αιθρίου, του νάρθηκα και εν μέρει της βασιλικής είναι προσαρτημένοι ταφικοί θάλαμοι και προσκτίσματα, όπως προσκολλώνται ταφικοί θάλαμοι και στο τρίκογχο κατά μήκος της νότιας πλευράς του νάρθηκα και εν μέρει της βασιλικής. Το εξωτερικό πλάτος ανέρχεται σε 23,30μ., το εξωτερικό μήκος της, συμπεριλαμβανομένων της αψίδας και του νάρθηκα σε L = 63,20μ. και το συνολικό εμβαδόν σε Ε=1360,0τ.μ. Στη νότια εξωτερική πλευρά της και καθ’ όλο το μήκος της είχε κατασκευασθεί μεγάλος ορθογώνιος περίβολος με δωμάτια στο περίγραμμά του. Ο ναός δεν διέθετε υπερώα, ενώ είναι αξιοσημείωτο το φέρον σύστημα που αποτελούνταν από πεσσούς (pilae) μεγάλων διαστάσεων και ελαχίστους κίονες. Φαίνεται ότι για κάποιο λόγο εφαρμόστηκε ένα συντηρητικό σχέδιο με ογκώδεις πεσσούς που έδιναν βαριά εντύπωση στον χώρο, σε αντίθεση με τη λεπτότητα του τρικόγχου και τον πλούτο των τάφων.

Εικ.4 – Τρόπος κατασκευή τόξων (Πηγή Απόστολος Ε. Παπαφωτίου).

3. Βαπτιστήριο

Βορειοδυτικά του ναού και εκτός αυτού, με άξονα παράλληλο προς τον άξονά του, βρέθηκε ο κύριος χώρος του βαπτιστηρίου (Εικ. 5) ενιαίος και σύγχρονος με τη βασιλική αποτελούμενος από τρία κλίτη-χώρους συνδεδεμένους οργανικά μεταξύ τους. Το μεσαίο ήταν ευρύτερο των πλαγίων, περατούνταν δε ανατολικά σε αψίδα. Αυτοί ήσαν:

α) χώρος Β το φωτιστήριο, β) ο χώρος Α ο προθάλαμος ή προαύλιος οίκος γ) χώρος Δ το αποδυτήριο δ) χώρος Γ η αίθουσα κατηχήσεων και χρισμάριο. 

Εικ. 5 Κύριο Βαπτιστήριο (Φωτιστήριο) κάτοψη και προοπτικό (Πηγή Πάλλας)

Το φωτιστήριο εξωτερικών διαστάσεων 15,0×15,0μ. στη συνέχεια ενδιαμέσου ορθογώνιου χώρου του προθαλάμου Α ήταν τρίκλιτο. Στο μέσον του υπήρχε τετράγωνος χώρος με κτιστή οκταγωνική κολυμβήθρα, ο οποίος οριζόταν από τέσσερις πεσσούς σχήματος ταυ. Ανατολικά υπήρχε μεγάλη ημικυκλική, εσωτερικά και εξωτερικά, αψίδα με σημαντικό πάχος αντίστοιχης αυτής του χώρου των κατηχήσεων. Λόγω της ενισχυμένης τοιχοδομής και των γωνιακών πεσσών προκύπτει ότι η αψίδα καλυπτόταν από τεταρτοσφαίριο οπτοπλινθοδομής.

Οι τοίχοι είχαν κατασκευασθεί από αργολιθοδομή πάχους 0,70μ. με παρεμβολή ζωνών ανά τακτά διαστήματα αποτελουμένων από δύο στρώσεις πλίνθων με διαστάσεις 0,31 x 0,31 x 0,04 μ., συνδεομένων με πλούσιο κονίαμα. Ο κεντρικός τετράγωνος χώρος του φωτιστηρίου καλυπτόταν από πυργοεδή υπερυψωμένη ξύλινη στέγη που συνιστά την ιδιομορφία της κατασκευής, ενώ τα κλίτη του φωτιστηρίου γύρω από τον κεντρικό χώρο καλύπτονταν από ξύλινες δίρριχτες στέγες. Παρόμοια ήταν και η στέγη που κάλυπτε το Ιερό Βήμα της βασιλικής του Αγίου Λεωνίδη. Αρχικά είχε διατυπωθεί η άποψη ότι το μεσαίο κλίτος έφερε θόλο ανάμεσα σε δύο καμάρες, ενώ τα πλάγια κλίτη ήταν ξυλόστεγα.

Το φωτιστήριο είχε πρόσβαση στον ανατολικό εξωτερικό χώρο μέσωενός ανοίγματος στο μέσο του νοτίου κλίτους.

4. Χρονολόγηση βασιλικής

Οι ενδείξεις που έχουμε για τη χρονολόγηση της βασιλικής στηρίζονται κυρίως στα νομίσματα τα οποία βρέθηκαν κατά την ανασκαφή στα διάφορα μέρη του μνημείου. Η περιοχή ήταν τόσο πολύ αλλοιωμένη από τις συνεχείς εκσκαφές αρχαιοκαπήλων ώστε κάθε προσπάθεια ακριβούς χρονολόγησης μέσω κεραμικής και νομισμάτων έχει μεγάλη αβεβαιότητα.

Θέση βασιλικής στο Κράνειο ως προς το Ρωμαϊκό Σχέδιο Πόλης Romano (Πηγή Απόστολος Ε. Παπαφωτίου).

1) Ένα νόμισμα που βρέθηκε στο βόρειο άκρο του τοίχου, σχεδόν σε επαφή με το θεμέλιο, μεταξύ του μεσαίου και του δυτικού νεκρικού θαλάμου στο βορειοανατολικό πρόσκτισμα κοπής της βασιλείας του Αναστασίου Α΄ (498-518), είναι ισχυρή ένδειξη ότι η βασιλική δεν είχε κατασκευασθεί πριν το 500 μ.Χ.

2) Ομοίως τα νομισματικά ευρήματα του έτους 1970 είχαν οδηγήσει σε παρόμοια συμπεράσματα.

3) Η ύπαρξη αντηρίδων εξωτερικά των τοίχων του βορειοανατολικού προσκτίσματος οι οποίες δεν είναι οργανικά ενωμένες με τις τοιχοδομές του, μπορεί να εκληφθεί ως ένδειξη ότι κατασκευάσθηκαν μετά από κάποιον σεισμό για ενίσχυση και αφού ήταν σε χρήση και πολύ πιθανόν μετά τον γνωστό σεισμό του 522μ.Χ. Ακόμη δεν πρέπει να αποκλειστεί ότι επεβλήθησαν για τη στήριξη της κάλυψης του προσκτίσματος.

4) Ένα κιονόκρανο κίονα το οποίο χρονολογεί ο Vemi το δεύτερο μισό του 6ου μ.Χ. αιώνα, παρέχει ένδειξη ότι η βασιλική κατασκευάσθηκε αυτό το διάστημα.

5) Κατά τον καθηγητή Πάλλα η βασιλική κατασκευάστηκε την πρώτη εικοσαετία του 6ου μ.Χ. αιώνα.

6) Ο πρώτος ανασκαφέας της βασιλικής Jos. Shelley χρονολογεί την βασιλική τον 5ο μ.Χ. αιώνα, λόγω ομοιοτήτων με άλλες γνωστές βασιλικές αυτής της εποχής. Θεωρεί επίσης ότι η βασιλική καταστράφηκε ή απλώς αφέθηκε να καταρρεύσει με την εισβολή των Αβάρων.

Εικ. 6 – Προοπτικό εσωτερικού της βασιλικής ορώμενο από ΝΔ κατά Shelley

7) Κατά τον αρχαιολόγο Rhys Carpenter η βασιλική κατασκευάσθηκε τους χρόνους του επισκόπου Περιγένη ή του Πέτρου, περίπου την εποχή της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου στη Χαλκηδόνα (451 μ.Χ.).

Είναι βάσιμο λοιπόν να προταθεί η χρονολόγηση της βασιλικής στις δύο δεκαετίες του 6ου μ.Χ. αιώνα. Την ίδια εποχή κατασκευάσθηκε και το βαπτιστήριο το οποίο αποτελεί οργανική ενότητα με αυτή.