Τρ. Μαρ 19th, 2024

Στυμφαλία: Κιστερκιανή Μονή Ζαρακά – Η ερειπωμένη εκκλησία από την εποχή της Φραγκοκρατίας

Κοινοποίηση ειδήσεων

Κιστερκιανή Μονή Ζαρακά | Η ερειπωμένη εκκλησία από την εποχή της Φραγκοκρατίας Λίγο έξω από το χωριό της Στυμφαλίας δίπλα στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο, ορ­θώνονται τα εντυπωσιακά τα ερείπια της Μονής Ζαρακά με τους εντυπωσιακούς της ογκόλιθους. Πρόκειται για οχυρωμένο μοναστηριακό συγκρότημα, σπάνιο στη χώρα μας δείγμα δυτικής αρχιτεκτονικής. Είναι το σημαντικότερο από τα ίχνη του παρελθόντος, η ερειπωμένη εκκλησία, της εποχής της Φραγκοκρατίας (13ος αι.) και τμήμα του επιβλητικού πυργόσχημου πυλώνα του συγκροτήματος. Οι κάτοικοι ονομάζουν την περιοχή «Κιόνια» λόγω των πολλών μικρών κιόνων που διέσωζε η εκκλησία, όνομα που έδωσαν και στο γειτονικό μικρό οικισμό. Οι δε ξένοι περιηγητές (Gell, Dodwell, Ross, Brusian) αναφέρουν και τη λίμνη Στυμφαλία ως λίμνη Ζαρακά. Η χρονολογία ίδρυσης και κατασκευής του συγκροτήματος τοποθετείται προ του 1236.

Ο πάπας Ιννοκέντιος ο III, μετά την κατάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους ιππότες της 4ης Σταυροφορίας, καλεί το 1205 τα μοναστικά τάγματα της Δύσης να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, σε μια προσπάθεια προσηλυτισμού του ντόπιου πληθυσμού και του βυζαντινού κλήρου. Από αυτά επιλέγει το τάγμα των Κιστερκιανών που ιδρύθηκε το 1098 στο Citeaux της Γαλλίας σαν μια αντίδραση στην πολυτελεια που χαρακτήρι­ζε την ζωή και την αρχιτεκτονική των κτιρίων του τάγματος των βενεδικτινών- με στόχο οι αυστηρές αρχές τους να κερδίσουν τον σεβασμό των Ελλήνων. Θεμε­λιωτής του τάγματος υπήρξε ο Bernard de Clairvaux, άγιος της καθολικής εκκλησίας, ο οποίος στις αρχές του 12ου αιώνα επέβαλλε αυ­στηρούς κανόνες στο τάγμα, ταπείνωση, απλότητα, σκληρή χειρωνακτική εργασία και επαφή με την φύση. Στα πλαίσια αυτών των αναζητήσεων οι κιστερκιανοί ίδρυαν τα μοναστήρια τους μακριά από κατοικημένες περιοχές, σε απομονωμένες κοιλάδες και κοντά σε πηγές, όπως δηλαδή στη Στυμφαλία. Το 1225 ο φράγκος πρίγκιπας Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουΐνος καλεί μοναχούς κιστερκιανούς να ιδρύσουν μοναστήρι στην Πελοπόννησο. Η πρώτη ιστορικά ασφαλής αναφορά όμως της μονής γίνεται σε μια επιστολή που απευθύνει ο πάπας Γρηγόριος ο IX, το 1236, στον ηγούμενο του Saraca Πέτρο, επιφορτίζοντας τον με την συγκέντρωση του ενός δεκάτου των εσόδων της λατινικής εκκλησίας της Πελοποννήσου για τον Γοδεφρείδο Βιλλεαρδουΐνο και την οργάνωση της άμυνας του φράγκιγκου πριγκιπάτου της Αχαΐας. Κατ΄ άλλη εκδοχή το μοναστήρι ιδρύθηκε το 1098 από τον άγιο Ροβέρτος του Μολέμ και μια ομάδα Βενεδικτίνων μοναχών, αλλά αναμορφωτής της ήταν ο γιος Βερνάρδος. Με την πτώση όμως της λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης το 1261 τα καθολικά μοναστήρια στον ελλαδικό χώρο κλείνουν και το 1276 ως το μόνο κιστερκιανό αββαείο στην Ελλάδα αναφέρεται το Δαφνί. Μέχρι το 1260 η Μονή εμφανίζεται σποραδικά στους καταλόγους της Γενικής Συνόδου του Κιστερκιανού Τάγματος, ενώ ήταν ανάμεσα στις ελάχιστες που δεν χρειαζόταν να συμμετέχουν στην υποχρεωτική ετήσια Σύνοδο του Τάγματος. Η παρουσία τους απαιτούνταν κάθε επτά χρόνια. Εγκαταλείφθηκε το 1276. Η μονή ανασκάφηκε το 1928 από τον Αναστάσιο Ορλάνδο (ο σπουδαιότερος ερευνητής της ελληνικής αρχιτεκτονικής κι ένας από τους θεμελιωτές της επιστήμης της βυζαντινής τέχνης στην Ελλάδα) και το 1962 ανέλαβε ο Ε. Στίκα. Το 1993 η Αρχαιολογική Υπηρεσία παραχώρησε άδεια ανασκαφών του χώρου στο Καναδικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Υπεύθυνη της ανασκαφικής έρευνας, που διήρκησε μέχρι το 1997, ήταν η Καθηγήτρια Dr. Sheila Campbell. Η εκκλησία της μονής είναι βασιλική, τρίκλιτη με υπερυψωμένο το μεσαίο κλίτος, θολοσκεπής από οξυκόρυφα σταυροθόλια. Ο βόρειος εξωτερικός τοίχος ενισχύεται με αντηρίδες, ενώ στη βορειανατολική γωνία της εξοχής του ναού υπάρχει κωδωνοστάσιο. Ο διάκοσμος της εκκλησίας μεταφράζει τη λιτότητα αλλά και την άψογη τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει τα ρωμανικά κτίσματα.

Michael Miller