Κυ. Μάι 5th, 2024

23 Αυγούστου: Aπόδοση εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου

Κοινοποίηση ειδήσεων

Η Εκκλησία εόρτασε πανηγυρικά πριν από οκτώ ημέρες την Κοίμηση και τη Μετάσταση της υπεραγίας Θεοτόκου και σήμερα, με την ίδια εορταστική διάθεση κλείνει την εορτή. Με τους ωραιότερους ύμνους κήδεψε τη μητέρα της ζωής, τους ίδιους ύμνους, που σαν απόηχος ακούονται και σήμερα στην Ιερή ακολουθία. Γιατί άλλη καλύτερη γλώσσα, για να εκφράσει το μυστήριο της πίστεως, η Εκκλησία δεν έχει παρά τη γλώσσα της ψαλμωδίας, που είναι μαζί ποίηση και μουσική στην πιο απλή και καθαρή της μορφή.

Ας ξεχωρίσουμε λοιπόν κι ας αναλύσουμε ιεροπρεπώς κάποια τροπάρια της μεγάλης εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, κι ας είναι αυτό σήμερα το κήρυγμα του θείου λόγου.

Η Εκκλησία, δηλαδή ο λαός του Θεού εορτάζομε και τιμούμε τα πρόσωπα και τα γεγονότα της πίστεως, καθώς γράφει ο Απόστολος, «άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία ημών τω Κυρίω». Ο ύμνος, το εκκλησιαστικό τροπάριο είναι η ζωντανή έκφραση της αμώμητης λατρείας της Ορθοδοξίας.

Ας μη ρωτήσουμε κι ας μη ζητήσουμε για να βρούμε ποιοι είναι οι ποιητές και οι μελουργοί των τροπαρίων.

Αυτό δεν έχει καμιά απολύτως σημασία. Είναι η Εκκλησία, ο λαός του Θεού. Η ιερά υμνογραφία είναι η φωνή της πίστεως, η παράδοση και η ζωή των γενεών των πιστών. Ποιος ρώτησε για τους ποιητές των δημοτικών τραγουδιών;

Είναι ο κάθε λαός μέσα στις ιστορικές περιπέτειες και τους αγώνες του. Το ίδιο και του μεγάλου θησαυρού της υμνογραφίας ποιητής είναι η Εκκλησία· κι αν κάπου ακούονται κάποια ονόματα ιερών ποιητών και υμνογράφων, αλλά και τα ονόματα αυτά και τα πρόσωπα μένουν πάλι και είναι πνευματική περιουσία της Εκκλησίας.

Τα τρία λοιπόν ανώνυμα τροπάρια της εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που ψάλλονται στην αρχή του Εσπερινού, είναι από τα πιο χαρακτηριστικά και γνωστά της Εκκλησιαστικής υμνολογίας.

Στη γλώσσα της ψαλμωδίας ονομάζονται αυτόμελα, που θα πει πως έχουν ένα δικό τους και ξεχωριστό μουσικό μέλος. Θέλουν να είναι εξόδια άσματα στην Κοίμηση της Θεοτόκου, αλλά η πίστη της Εκκλησίας τα μετατρέπει σε εγκωμιαστικό χαιρετισμό προς τη μητέρα της ζωής.

Αν δεν υπάρχει θάνατος για τους πιστούς, όταν εκδημούν από το σώμα και ενδημούν προς το Θεό, πώς λοιπόν μπορεί να πέθανε η Παναγία Παρθένος Μαριάμ; Παράδοξο πραγματικά είναι το θαύμα· «η πηγή της ζωής εν μνημείω τίθεται και κλίμαξ προς ουρανόν ο τάφος γίνεται».

Η γυναίκα λοιπόν που γέννησε τη ζωή του κόσμου απέθανε, άλλ’ όμως το πανάχραντο σώμα της ανέβηκε στον ουρανό. Σαν άνθρωπος και η Θεοτόκος πληρώνει το κοινό χρέος, αποθνήσκει και ενταφιάζεται με κάθε ιερή τάξη στη Γεθσημανή από τους Αποστόλους.

Αλλά ύστερ’ από τρεις ημέρες το καθαρότατο και αμόλυντο σώμα της δεν βρίσκεται στον τάφο. Ο τάφος που για κάθε άνθρωπο, μέχρι την ημέρα της κοινής αναστάσεως, είναι το κρεβάτι της αναπαύσεως του και το χωνευτήρι του κορμιού του, για την Υπεραγία Θεοτόκο γίνεται η κλίμακα που την ανεβάζει στον ουρανό.

Η Εκκλησία μπροστά σ’ αυτό το γεγονός χαιρετίζει τη Γεθσημανή, που έγινε το άγιο τέμενος της Θεοτόκου. Ύστερα στέκει με έκσταση και μιλάει με θαυμασμό στη Δέσποινα του κόσμου, γιατί αυτή και πρώτα υπήρξε θρόνος του Υψίστου και τώρα μετέστη από τη γη στον ουρανό.

Τέλος βλέπει να δοξάζουν την κοίμηση της άγιας Παρθένου όλες οι αγγελικές δυνάμεις στον ουρανό κι όλοι οι άνθρωποι στη γη, οι βασιλιάδες κι ο λαός. Κι αντί να ξεφύγει από το στόμα της κάποιος λυπητερός λόγος, η Εκκλησία ξεσπάει και στα τρία τροπάρια στο «χαίρε» του Αγγέλου· «Κεχαριτωμένη, χαίρε μετά σου ο Κύριος».

Αυτός είναι ο μοναδικός χαιρετισμός του ουρανού προς τη γη, το μήνυμα που έφερε ο Άγγελος προς την αγνή Παρθένο της Ναζαρέτ.

«Ο Κύριος μετά σου» είπε ο αρχάγγελος Γαβριήλ, και η Εκκλησία συμπληρώνει, ερμηνεύοντας το μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως «ο παρέχων τω κόσμω διά σου το μέγα έλεος». Γιατί όλο το μυστήριο της θείας οικονομίας για τη σωτηρία του άνθρωπου είναι η έκφραση του ελέους και της αγάπης του Θεού, που θύρα για να μπει σαν άνθρωπος στον κόσμο, μεταχειρίστηκε μια ταπεινή παιδούλα, τήν παρθένο Μαρία.

Μέσα στην υμνολογία της εορτής ξεχωρίζουν οι δυό Κανόνες, που φέρουν τα ονόματα των δύο μεγάλων ποιητών της Εκκλησίας, του Κοσμά και του Δαμάσκηνου. Είναι δυο άνθρωποι αυτοί, που μεγάλωσαν κι έζησαν πολύν καιρό μαζί και με θεοκίνητη γλώσσα ύμνησαν όλες τις μεγάλες Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές της Εκκλησίας.

Για να μπορέσουμε, όχι να καταλάβουμε την ποιητική και φιλολογική αξία των εκκλησιαστικών ύμνων, αλλά να αισθανθούμε και να ζήσουμε την ιερή ομορφιά τους, δεν χρειάζεται να είμαστε θεολόγοι και φιλόλογοι.

Φτάνει μόνο να μιλά μέσα μας η πίστη· όχι αόριστα και άχρωμα η θρησκευτική πίστη, αλλά η πίστη της Εκκλησίας. Γιατί άλλο πράγμα είναι να μιλάμε τάχα για θρησκεία κι άλλο πράγμα να μιλά μέσα μας η πίστη κι ο κόσμος της Εκκλησίας.

Τα τροπάρια της κάθε εορτής, τα τροπάρια τώρα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, για τα οποία είναι σήμερα ο λόγος, δεν είναι απλώς θρησκευτικοί ύμνοι, αλλά είναι τροπάρια της λατρείας της Εκκλησίας.

Πηγή: ekklisiaonline.gr