Πε. Μάι 2nd, 2024

K. Παπακωνσταντίνου: Η σπουδαιότητα της ψήφου και το ασυμβίβαστο της αποχής με την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος

Κοινοποίηση ειδήσεων

Η σπουδαιότητα της ψήφου και το ασυμβίβαστο της αποχής με την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Η 21η Μαΐου 2023 είναι μία σημαντικότατη ημερομηνία για την Ελλάδα, καθώς η διεξαγωγή των επικείμενων Βουλευτικών Εκλογών, καθίσταται εκ προοιμίου ένας καθοριστικά κρίσιμος παράγοντας για την πορεία όλων των Ελλήνων.

Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες διαδραματίζεται η εκλογική αναμέτρηση έχουν πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, καθώς οι εκλογές αυτές είναι οι πρώτες στην χώρα μας, μετά την παγκόσμια κρίση στον χώρο της υγείας λόγω της επέλασης της πανδημίας covid-19.

Συγχρόνως υφίσταται μία νομοθετική ιδιαιτερότητα, δεδομένου του ότι το ισχύον εκλογικό σύστημα διέπεται από την αρχή της απλής αναλογικής. Δεν πρόκειται βέβαια για πρωτοτυπία στα ελληνικά χρονικά, αφού ενδεικτικά ανατρέχοντας στις Βουλευτικές Εκλογές του 1989, υφίστατο και τότε το σύστημα της απλής αναλογικής, το οποίο οδήγησε την χώρα σε αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, καθότι το τότε πρώτο σε ψήφους κόμμα, δεν κατόρθωσε να σχηματίσει εξ’ αρχής αυτοδύναμη κυβέρνηση.

Η ισχύουσα-για τις επικείμενες εκλογές της 21ης Μαΐου 2023- εκλογική νομοθεσία (Ν.4406/2016) αναφορικά προς τον τρόπο κατανομής των εδρών, ορίζει ότι: «για τον καθορισμό των εδρών που δικαιούται κάθε εκλογικός σχηματισμός, το σύνολο των ψήφων που συγκέντρωσε στην Επικράτεια πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό 300. Αν το άθροισμα των ως άνω ακέραιων μερών των πηλίκων υπολείπεται του αριθμού 300, τότε παραχωρείται, κατά σειρά, ανά μία έδρα και ως τη συμπλήρωση αυτού του αριθμού στους σχηματισμούς, των οποίων τα πηλίκα εμφανίζουν τα μεγαλύτερα δεκαδικά υπόλοιπα.»

Κατά το άρθρο 5 του ιδίου Νόμου: «η ισχύς του παρόντος νόμου αρχίζει επίσης από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και αυτός εφαρμόζεται από τις αμέσως επόμενες γενικές βουλευτικές εκλογές, οποτεδήποτε και αν αυτές διεξαχθούν, τηρουμένων των προϋποθέσεων της παρ. 1 του άρθρου 54 του Συντάγματος, ήτοι της υπερψήφισης του παρόντος άρθρου από την πλειοψηφία των δύο τρίτων του όλου αριθμού των βουλευτών».

Ο μεταγενέστερος εκλογικός Νόμος 4654/2020, ο οποίος ίσχυσε για τις μεθεπόμενες από την ψήφισή του εκλογές λόγω του αριθμού των βουλευτών που ψήφισαν υπέρ των διατάξεών του, θα εφαρμοστεί κατά την επαναληπτική διαδικασία, εφόσον εκλογικά δεν προκύψει σχηματισμός κυβέρνησης την προσεχή Κυριακή.

Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτού του νομοθετήματος: «2. Ο αριθμός των εδρών που κατανέμονται στους εκλογικούς σχηματισμούς οι οποίοι συμμετέχουν στην κατανομή των εδρών σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος ορίζεται ως εξής:  α) Εφόσον το αυτοτελές κόμμα, που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό έγκυρων ψηφοδελτίων στο σύνολο της Επικράτειας έχει λάβει ποσοστό μικρότερο του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των έγκυρων ψηφοδελτίων, το σύνολο των εδρών κατανέμεται μεταξύ των δικαιούμενων εδρών εκλογικών σχηματισμών σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 3.  β) Εφόσον το αυτοτελές κόμμα, που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό έγκυρων ψηφοδελτίων στο σύνολο της Επικράτειας έχει λάβει ποσοστό μεγαλύτερο ή ίσο του είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των έγκυρων ψηφοδελτίων, διακόσιες ογδόντα (280) έδρες κατανέμονται αναλογικά μεταξύ των εκλογικών σχηματισμών που συμμετέχουν στην κατανομή των εδρών σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 3. Ο αριθμός των διακοσίων ογδόντα (280) εδρών μειώνεται κατά μια έδρα και μέχρι ανώτατου αριθμού μείωσης τις τριάντα (30) έδρες για κάθε μισό τοις εκατό (0,5%) πλέον του εικοσιπέντε τοις εκατό (25%) που έχει συγκεντρώσει το αυτοτελές κόμμα που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό έγκυρων ψηφοδελτίων. Η διάταξη του ανωτέρω εδαφίου εφαρμόζεται και για συνασπισμό συνεργαζόμενων κομμάτων, ο οποίος συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό έγκυρων ψηφοδελτίων, εφόσον ο μέσος όρος της δύναμης των κομμάτων, που τον απαρτίζουν, είναι μεγαλύτερος από την δύναμη του αυτοτελούς κόμματος, που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό έγκυρων ψηφοδελτίων. Ο μέσος όρος προκύπτει από τη διαίρεση του ποσοστού που έλαβε ο ανωτέρω συνασπισμός δια του αριθμού των κομμάτων που τον αποτελούν. Εφόσον ο μέσος όρος της δύναμης των κομμάτων που αποτελούν τον συνασπισμό είναι μικρότερος από τη δύναμη του αυτοτελούς κόμματος που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό έγκυρων ψηφοδελτίων τότε η διάταξη του στοιχείου β της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται για το αυτοτελές κόμμα.

 3.Για τον καθορισμό των εδρών που δικαιούται κάθε εκλογικός σχηματισμός, το σύνολο των ψήφων που συγκέντρωσε στην Επικράτεια πολλαπλασιάζεται με τον συνολικό αριθμό των εδρών που κατανέμονται στους εκλογικούς σχηματισμούς που δικαιούνται έδρα σύμφωνα με τον υπολογισμό της παραγράφου 2 του παρόντος. Το γινόμενό τους διαιρείται με το άθροισμα των έγκυρων ψηφοδελτίων που συγκέντρωσαν στην Επικράτεια όσοι σχηματισμοί συμμετέχουν στην κατανομή των εδρών, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1. Οι έδρες που δικαιούται κάθε σχηματισμός στην Επικράτεια είναι το ακέραιο μέρος του πηλίκου της διαίρεσης. Αν το άθροισμα των ως άνω ακέραιων μερών των πηλίκων υπολείπεται του αριθμού των εδρών που έχει υπολογιστεί κατά την παράγραφο 2 του παρόντος , τότε παραχωρείται, κατά σειρά, ανά μία έδρα και ως τη συμπλήρωση αυτού του αριθμού στους σχηματισμούς, των οποίων τα πηλίκα εμφανίζουν τα μεγαλύτερα δεκαδικά υπόλοιπα.

4.α. Στο αυτοτελές κόμμα, που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό έγκυρων ψηφοδελτίων στο σύνολο της Επικράτειας, παραχωρούνται, επιπλέον των εδρών που λαμβάνει, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, οι υπόλοιπες έδρες και μέχρι της συμπλήρωσης του αριθμού των τριακοσίων (300) εδρών, οι οποίες προέρχονται από εκλογικές περιφέρειες στις οποίες έχουν παραμείνει αδιάθετες έδρες μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας που προβλέπεται από τις διατάξεις των παραγράφων 4 έως 8 του άρθρου 100. Η επιπλέον παραχώρηση γίνεται, επίσης, σε συνασπισμό συνεργαζόμενων κομμάτων, εφόσον ο μέσος όρος της δύναμης των κομμάτων, που τον απαρτίζουν, είναι μεγαλύτερος από τη δύναμη του αυτοτελούς κόμματος, που συγκέντρωσε τον μεγαλύτερο αριθμό έγκυρων ψηφοδελτίων. Ο μέσος όρος προκύπτει από τη διαίρεση του ποσοστού που έλαβε ο ανωτέρω συνασπισμός δια του αριθμού των κομμάτων που τον αποτελούν. Σε διαφορετική περίπτωση η επιπλέον παραχώρηση, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 2, γίνεται στο αυτοτελές κόμμα που έχει τον μεγαλύτερο αριθμό έγκυρων ψηφοδελτίων………….

5.Αν ένας εκλογικός σχηματισμός δικαιούται, κατ εξαίρεση, σύμφωνα με τις παραγράφους 2, 3 και 4α του παρόντος άρθρου και τις παραγράφους 1, 2 και 3 του άρθρου 100, περισσότερες έδρες από όσες του αναλογούν κατά την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου, ο συνολικός αριθμός τους αναπροσαρμόζεται, προκειμένου να λάβει τελικά τις έδρες που προκύπτουν από την εφαρμογή του άρθρου 100. Στην περίπτωση αυτή μειώνεται αντίστοιχα ο αριθμός των εδρών που καταλαμβάνει ο πρώτος κατά σειρά σε έγκυρα ψηφοδέλτια εκλογικός σχηματισμός, για τον οποίο εφαρμόστηκαν οι διατάξεις της παραγράφου 4α.»

Όλα τα ανωτέρω δεδομένα, περιστρέφονται γύρω από πυρήνα της εκλογικής διαδικασίας, ο οποίος είναι η ψήφος των πολιτών και ο οποίος διαπνέεται από δύο ουσιώδεις εκφάνσεις και έννοιες, αφενός της έννοιας του δικαιώματος που απορρέει από το Σύνταγμα (δικαίωμα του «εκλέγειν») και αφετέρου της έννοιας της υποχρεωτικότητας που απορρέει τόσο από το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 51, παρ.5) όσο και από νομοθετικές διατάξεις ήτοι από το ΠΔ 26/2012 κατά τα οποία η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική.

Η διαδικασία της ανάδειξης των προσώπων που ενεργούν ως νομίμως εκλεγμένα όργανα της λαϊκής εντολής και της εκπεφρασμένης βούλησης των εκλογέων, απαιτεί την επίδειξη σοβαρότητας και σύνεσης όπως αρμόζει στο κύρος του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Η Δημοκρατία δεν λειτουργεί υπό όρους και δεν αναγνωρίζει αδιέξοδες καταστάσεις. Εξάλλου ρητά προβλέπεται ο τρόπος με τον οποίο θα κυβερνηθεί-έστω και προσωρινά-η χώρα σε περίπτωση μη σχηματισμού κυβέρνησης, ώστε να μην καταστεί αυτή ακέφαλη.

Προς τούτο το Σύνταγμα στο άρθρο 37 ορίζει ότι: 

«1.- O Πρόεδρος της Δημοκρατίας διορίζει τον Πρωθυπουργό και, με πρότασή του, διορίζει και παύει τα λοιπά μέλη της Κυβέρνησης και τους Yφυπουργούς.

 2.- Πρωθυπουργός διορίζεται ο αρχηγός του κόμματος το οποίο διαθέτει στη βουλή την απόλυτη πλειοψηφία των εδρών. Αν κανένα κόμμα δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει στον αρχηγό του κόμματος που διαθέτει τη σχετική πλειοψηφία διερευνητική εντολή για να διακριβωθεί η δυνατότητα σχηματισμού Κυβέρνησης που να απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής.

 3.- Αν δεν διαπιστωθεί αυτή η δυνατότητα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας παρέχει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του δεύτερου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος και εάν δεν τελεσφορήσει και αυτή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δίνει διερευνητική εντολή στον αρχηγό του τρίτου σε κοινοβουλευτική δύναμη κόμματος. Κάθε διερευνητική εντολή ισχύει για τρεις ημέρες. Αν οι διερευνητικές εντολές δεν τελεσφορήσουν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας καλεί τους αρχηγούς των κομμάτων και, αν επιβεβαιωθεί η αδυναμία σχηματισμού Κυβέρνησης που να έχει την εμπιστοσύνη της Βουλής, επιδιώκει το σχηματισμό Κυβέρνησης από όλα τα κόμματα της Βουλής για τη διενέργεια εκλογών και σε περίπτωση αποτυχίας αναθέτει στον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου το σχηματισμό Κυβέρνησης, όσο το δυνατόν ευρύτερης αποδοχής, για να διενεργήσει εκλογές, και διαλύει τη Βουλή.»

Επομένως η ακυβερνησία δεν πρόκειται να αποτελέσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο ενδεχόμενο, διότι οι θεσμικές συνταγματικές δικλείδες υφίστανται προς αποτροπή μίας τέτοιας επικίνδυνης περίπτωσης.

Εκείνο όμως που οφείλουμε όλες και όλοι να συνειδητοποιήσουμε, είναι ότι η ψήφος την προσεχή Κυριακή, αποτελεί δικαίωμα και συγχρόνως υποχρέωση συμμετοχής στην διαμόρφωση του αύριο που εμείς οραματιζόμαστε. Το ενδεχόμενο αδυναμίας σχηματισμού κυβέρνησης λόγω του συστήματος της απλής αναλογικής, δεν πρέπει εκ προοιμίου να λειτουργήσει ως αποτρεπτικός παράγοντας για την προσέλευση των εκλογέων, επιλέγοντας έτσι την αποχή αντί της ψήφου.

Η (άνευ ουσιώδους λόγου) αποχή όχι μόνο δεν θα βοηθήσει στην αποσαφήνιση του πολιτικού σκηνικού αναφορικά προς την επίτευξη κυβερνητικού σχηματισμού, αλλά συγχρόνως και ενόψει του συστήματος της απλής αναλογικής, δεν παρέχει εχέγγυα για την αποτύπωση της «καθαρής εντολής».

Δεν συνιστά «ψήφο διαμαρτυρίας» ούτε «τιμωρητική σιωπή» απέναντι στο πολιτικό σύστημα, αλλά αντίθετα ενισχύει την αβεβαιότητα αναφορικά προς το ποια είναι πράγματι η βούληση των πολιτών το μεν απέναντι στον τρόπο που άσκησε δημόσια εξουσία η κυβερνητική πλειοψηφία, το δε απέναντι στον έλεγχο που άσκησε σε αυτήν η αντιπολίτευση στο σύνολό της.

Κάθε εκλογική αναμέτρηση είναι κρίσιμη για το μέλλον αυτής της χώρας, η οποία τα τελευταία χρόνια, δίνει σκληρές μάχες για να ξεπεράσει σοβαρότατες κρίσεις όπως αυτή της οικονομίας αλλά και την πλέον πρόσφατη κρίση στον χώρο της υγείας.

Για τον λόγο αυτό, ως σκεπτόμενος πολίτης, νοείται εκείνος ο οποίος συμμετέχει στην διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού της χώρας του, μέσα από την έμπρακτη και συνειδητή επιλογή των προσώπων που επιθυμεί να τον εκπροσωπήσουν, ασκώντας για εκείνον τα πρόσωπα αυτά δημόσια εξουσία και προασπίζοντας έτσι το ευρύτερο δημόσιο συμφέρον.

Η προσέλευση στις κάλπες δεν αποτελεί αυτονόητη δυνατότητα αλλά είναι κεκτημένο αγώνων, ούτως ώστε να μπορούμε όλες και όλοι να έχουμε την δική μας φωνή εντός του κοινοβουλίου, καθορίζοντας με την ψήφο μας τα πολιτικά πράγματα και τους πολιτικούς συσχετισμούς.

Σε αυτήν λοιπόν την γιορτή της Δημοκρατίας, καλούμαστε να συμμετάσχουμε δηλώνοντας το παρόν, αρνούμενοι τον λαϊκισμό της συνειδητής και στοχευμένης αποχής.

Με την ψήφο μας, επιλέγουμε να ασκήσουμε το εκλογικό μας δικαίωμα ως ενεργοί πολίτες που γνωρίζουμε ότι κρατάμε το μέλλον στα δικά μας χέρια και που κυρίως έχουμε το δικαίωμα, την υποχρέωση αλλά και την δύναμη, να δημιουργήσουμε ένα καλύτερο αύριο αντάξιο των προσδοκιών μας.

Κωνσταντίνος Δ. Παπακωνσταντίνου

Δικηγόρος Κορίνθου